Tuesday, 30 November 2010

Χαρτογραφώντας τα κοινά αγαθά, Αθήνα / Mapping the Commons, Athens


ΕΜΣΤ Νέες Παραγωγές 2010 στο Project Room

Hackitectura
Χαρτογραφώντας τα κοινά αγαθά, Αθήνα / Mapping the Commons, Athens

Επιμέλεια: Δάφνη Δραγώνα

Εργαστήριο 1 – 8 Δεκεμβρίου 2010
Ομιλία & Εγκαίνια 8 Δεκεμβρίου 2010 στις 19.00
Διάρκεια 9 Δεκεμβρίου 2010 – 23 Ιανουαρίου 2011

Το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης θα φιλοξενήσει από την 1η Δεκεμβρίου 2010 μέχρι και τις 23 Ιανουαρίου 2011 το έργο Χαρτογραφώντας τα κοινά αγαθά, Αθήνα της ομάδας Hackitectura από την Ισπανία. Το έργο αποτελεί μέρος της σειράς ΕΜΣΤ Νέες Παραγωγές 2010, παραγγελίες του μουσείου για το Project Room που πραγματοποιείται με την ευγενική υποστήριξη του Bombay Sapphire gin.

To νέο project της ισπανικής κολεκτίβας, που είναι γνωστή για μελέτες και χαρτογραφήσεις πόλεων με κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα, στόχο θα έχει μία χαρτογράφηση των “κοινών” της Αθήνας. Θα πραγματοποιηθεί σε συνεργασία με μία διεπιστημονική ομάδα αποτελούμενη από καθηγητές, ερευνητές και φοιτητές από το Εργαστήριο Νέων Τεχνολογιών στην Επικοινωνία, την Εκπαίδευση και τα ΜΜΕ του ΕΜΜΕ/ ΕΚΠΑ, το τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ και το τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημιού . Σε ένα εργαστήριο επτά ημερών που θα λάβει χώρα στο Project Room του μουσείου αλλά και στο ίδιο το αστικό περιβάλλον της Αθήνας, οι Hackitectura και η ομάδα των συμμετεχόντων θα εξετάσουν τι σημαίνει ο όρος “commons/κοινά”, ποιά η σημασία τους σε ιδιαίτερες οικονομικές περιόδους όπως η σημερινή, και πώς εντοπίζονται αυτά στον πραγματικό και ψηφιακό χώρο μίας πόλης.


“Πρόκειται για ένα νέο πείραμα, ένα εντατικό ερευνητικό έργο”, κατά τους Pablo de Soto και José Pérez de Lama, μέλη των Hackitectura, το οποίο θα προσπαθήσει να εφαρμόσει στον ιστό μίας πόλης όσα περιγράφονται στη θεωρία για τα κοινά αγαθά από σύγχρονους στοχαστές. Σήμερα δε μιλάμε πλέον μόνο για τα φυσικά κοινά, όπως είναι η γη, το νερό, ο αέρας και τα προβλήματα καταπάτησης και ιδιοποίησης τους. Η προσοχή έχει στραφεί στα κοινά που βασίζονται σε ουσιαστικά στοιχεία της ανθρώπινης κοινωνίας και διαπερνούν κάθε δράση της, όπως γράφουν οι Hardt και Negri στο πρόσφατο βιβλίο τους Common Wealth. Ο νέος κοινός πλούτος βρίσκεται στη γλώσσα, τις συνήθειες, τις χειρονομίες, τα συναισθήματα και τους κώδικες, σε στοιχεία που σχετίζονται με την καθημερινότητα μας, τον ελεύθερο χρόνο και την εργασία μας τόσο στο ψηφιακό όσο και στο αστικό περιβάλλον.


Σε αυτό το πλαίσιο, κατά τη διάρκεια του εργαστηρίου θα αναζητηθούν ζώνες συνεργασίας και κοινής παραγωγής, κοινότητες διαμόρφωσης κοινών αγαθών καθώς και τρόποι οργάνωσης και υποστήριξης τους. Κοινωνικά κέντρα, μορφές ανταλλακτικής οικονομίας, χώροι μέριμνας, νέα σχήματα ανταλλαγής και γνώσης, ψηφιακά δίκτυα ομότιμης παραγωγής και πλατφόρμες συλλογικής δράσης είναι κάποια από τα σημεία που θα εντοπιστούν στον πραγματικό και ψηφιακό χώρο της πόλης, χαρτογραφώντας μέσω αυτών την ίδια τη ζωή και τη δυναμική της σύγχρονης μητρόπολης.

Το υλικό που θα συλλεχθεί από την ομάδα του εργαστηρίου θα αποτελέσει το περιεχόμενο ενός ανοιχτού διαδικτυακού χάρτη και άλλου οπτικοακουστικού υλικού που θα παρουσιαστεί στο Project Room του μουσείου και στο διαδίκτυο με την ευκαιρία της έκθεσης που θα ακολουθήσει.

Οι Hackitectura είναι ένας δυναμικός πυρήνας από αρχιτέκτονες, καλλιτέχνες, προγραμματιστές και ακτιβιστές που ιδρύθηκε από τους José Pérez de Lama, Sergio Moreno and Pablo de Soto το 1999 . Η δράση τους αξιοποιεί τις νέες τεχνολογίες για να διαμορφωθούν προσωρινοί χώροι που διαφεύγουν των τυπικών δομών ελέγχου και παρακολούθησης της σύγχρονης κοινωνίας. Χρησιμοποιούν το ελεύθερο λογισμικό και τις τεχνολογίες επικοινωνίας για να ανατρέψουν τις δομές εξουσίας ξεκινώντας με μία οργάνωση από κάτω και δημιουργώντας εναλλακτικές συνδέσεις μεταξύ ανόμοιων περιοχών. Η ομάδα επίσης ερευνά την επίδραση της επικοινωνίας και της τεχνολογίας σε φυσικούς χώρους, τη διαμόρφωση κοινωνικών δικτύων και την αξιοποίηση αυτών για ακτιβιστικούς σκοπούς. Προηγούμενες γνώστες χαρτογραφήσεις της ομάδας πραγματοποιήθηκαν στο στενό του Γιβραλτάρ, στην Αστούριας και στη λωρίδα της Γάζας. http://hackitectura.net/blog/


Επιστημονικοί Σύμβουλοι: 
Νέλλη Καμπούρη (Πολιτικές Επιστήμες, Διδάσκουσα Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής Παντείου Πανεπιστημίου), Δημήτρης Παπαλεξόπουλος (Αρχιτέκτονας, Αναπληρωτής Καθηγητής Ε.Μ.Π.), Δημήτρης Παρσάνογλου (Κοινωνιολόγος, Διδάσκων Πανεπιστημίου Κρήτης), Δήμητρης Χαρίτος (Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ, ΕΚΠΑ)


Σημειώνεται ότι το εργαστήριο θα ξεκινήσει με συζητήσεις ανοιχτές στο κοινό την Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου στις 15.00 γύρω από τα Κοινά Αγαθά και την πόλη της Αθήνας.


Καλεσμένοι ομιλητές: Errands, Νέλλη Καμπούρη (Πάντειο Πανεπιστήμιο), Kώστας Καράμπελας (AWMN), Ηλίας Μαρμαράς (Personal Cinema), Γιώργος Παπανικολάου (P2P Foundation Greece), Δημήτρης Παπαλεξόπουλος (EMΠ), Δημήτρης Παρσάνογλου (Πάντειο Πανεπιστήμιο), Τάσος Σαγρής (Κενό Δίκτυο), Πρόδρομος Τσιαβός (Creative Commons), Δήμητρης Χαρίτος (ΕΜΜΕ/ΕΚΠΑ), Παύλος Χατζόπουλος (re-public.gr).

Την Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου στις 19.00 οι Hackitectura θα μιλήσουν στο κοινό για το έργο τους και τα αποτελέσματα του εργαστηρίου στην Αθήνα. Aμέσως μετά θα πραγματοποιηθούν τα εγκαίνια του νέου έργου.

Labels: , ,

Monday, 1 November 2010

Τι είναι αυτό που κάνει μια εικόνα ανυπόφορη?


Το παρακάτω άρθρο δημοσιεύτηκε στο ενδέκατο τεύχος του Κοντέινερ.


Διάβασα πριν ένα χρόνο το βιβλίο του Jacques Rancière, Le spectateur émancipé, (Ο χειραφετημένος θεατής) στο οποίο ο συγγραφέας πιστός στο θέμα της σύνδεσης της τέχνης με την πολιτική, επιχειρεί μια σειρά από αναλύσεις που έχουν σαν κεντρικό άξονα τη φράση: <>. Αυτός που βλέπει δεν ξέρει να βλέπει. Τη φράση αυτή τη θέτει σαν μια προϋπόθεση που διατρέχει την ιστορία (του θεάματος άραγε?) από τη σπηλιά του Πλάτωνα, μέχρι τις διακηρύξεις για τον τερματισμό της κοινωνίας του θεάματος. Σαν επακόλουθο αυτής της διαπίστωσης ή αν το δούμε αλλιώς μιας ΄΄προβοκατόρικης΄΄ τοποθέτησης, θέτει την ερώτηση: τι είναι αυτό που καθιστά τελικά μια εικόνα ανυπόφορη να ιδωθεί? Μια εικόνα δηλαδή που είναι κάτι περισσότερο από προϊόν για κατανάλωση, που να εδραιώνει οτιδήποτε θα μπορούσε να δώσει νόημα στον όρο: πολιτική τέχνη. Δηλαδή μια εικόνα που μπορεί να κινητοποιήσει, να βγάλει κάποιους από την αδράνεια της απλής άνευ όρων, παράδοσης στη θέαση.


Για αρχή, παίρνει σαν παράδειγμα μια φωτογραφία - μια υποτιθέμενη ΄΄πρόκληση΄΄ του Ιταλού φωτογράφου Oliviero Toscani. Πρόκειται για την φωτογραφία μιας νέας κοπέλας, αποστεωμένης, ανορεξικής, που αφισσοκολήθηκε σε όλη την Ιταλία για την περίοδο της εβδομάδας μόδας του Μιλάνου το 2007. Η σημασία της φωτογραφίας λέει ο Rancière, είχε σε γενικές γραμμές δύο κατηγορίες ερμηνείας. Από την μια μεριά αυτοί που χαιρέτησαν την πράξη του να δείξει τη κακόμοιρη κοπέλα, σαν μια ένδειξη θάρρους και αποκάλυψης του backstage της βιομηχανίας της μόδας, και από την άλλη αυτοί που αγανάκτησαν όχι για τα τραγικά αποτελέσματα που έχει η μόδα, αλλά γιατί θεώρησαν πως ο φωτογράφος προσφέρει στα μάτια των ηδονοβλεψιών, όχι μόνο τον υπαινιγμό των ωραίων εμφανίσεων που υπόσχεται η εβδομάδα μόδας την οποία η φωτογραφία/αφίσα διαφημίζει, αλλά επιπλέον, με το πρόσχημα της αγανάκτησης προσφέρει σαν θέαμα και την άθλια πραγματικότητα πίσω από τη λάμψη του κόσμου της μόδας. Double hit δηλαδή.


Η εικόνα κρίνεται τελικά ακατάλληλη να ασκήσει κριτική στην πραγματικότητα γιατί ανήκει στο ίδιο καθεστώς της πραγματικότητας που καταγγέλλει,(στο καθεστώς της ηδονοβλεψίας) αποτελώντας έτσι, ένα και το αυτό θέαμα. Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι πως δεν υπάρχει τελικά μια ανυπόφορη πραγματικότητα που η εικόνα μπορεί να αντιπαραθέσει στο prestige της ΄΄παρέλασης των εμφανίσεων΄΄, αλλά υπάρχει μόνο μια συνεχής ροή από εικόνες, ένα και μόνο παγκόσμιο καθεστώς επιδειξιομανίας, και είναι αυτό ακριβώς το καθεστώς που είναι το ανυπόφορο. Και η εξουσία διατήρησης αυτού του καθεστώτος βασίζεται αποκλειστικά σχεδόν στην ικανότητα υποκρισίας που έχουμε σαν θεατές. Γιατί η υποκρισία μας συνίσταται στο να δίνουμε όποια ερμηνεία θέλουμε στις εικόνες αρκεί η ερμηνεία μας να είναι πάντα μια εικόνα.


Υποθετικά, για να επιφέρει μια εικόνα ένα πολιτικό αποτέλεσμα, πρέπει να πείσει τον θεατή πως ότι βλέπει είναι για παράδειγμα ΄΄ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός΄΄ ή ΄΄οι στρατηγικές των εταιριών΄΄ που κάνουν εδώ παιχνίδι και όχι γενικά και αόριστα η ανθρώπινη τρέλα που είναι ‘’on stage’’. Αυτό λέει ο Rancière συνιστά το παιχνίδι του πολιτικού μοντάζ των εικόνων. Η μια από τις εικόνες πρέπει να παίξει τον ρόλο της πραγματικότητας που καταγγέλλει τη ψευδαίσθηση της άλλης. Αλλά την ίδια στιγμή καταγγέλλει τη ψευδαίσθηση σαν την πραγματικότητα της ζωής μας, μόνο που η ζωή μας συμπεριλαμβάνεται σε αυτή.


Στη συνέχεια o Rancière παίρνει σαν παράδειγμα την κλασική πια ταινία του Guy Débord, ΄΄Η κοινωνία του θεάματος΄΄. Εκεί , όσοι την έχουν δει, ξέρουν πως, παρελαύνουν ο John Wayne και ο Errol Flynn, δύο πρωταθλητές της άκρας δεξιάς του Hollywood της εποχής του 60. Αρχικά, ο πειρασμός είναι να δει κανείς στην παρέλαση των εικόνων- που είναι αντίστοιχα οι μάχες με τους αυτόχθονες ινδιάνους στο Shenandoah για τον Flynn και του Wayne στο ρόλο του στρατηγού Custer στο Little rock- μια παρωδία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, σαν αντιπαράθεση με την αντίστοιχη δοξολογία που του κάνει το Hollywood.


Αλλά ο Debord ζητάει κάτι παραπάνω από όσους βλέπουν τη ταινία του (όπως και από αυτούς που διαβάζουν το βιβλίο του και το επικαλούνται, συχνά και με κάθε ευκαιρία). Ζητάει να αναλάβουμε για λογαριασμό μας τον ηρωισμό των μαχών που βλέπουμε, και να μεταμορφώσουμε την κινηματογραφική εμπλοκή, που παίζεται από τους ηθοποιούς σε πραγματική επίθεση ενάντια στην αυτοκρατορία του θεάματος. Αν κάθε εικόνα δείχνει απλώς τη ζωή αναποδογυρισμένη, μια ζωή που έχει γίνει παθητική, τότε θα αρκούσε να την αναποδογυρίσουμε ξανά (la detourner) για να εκδηλωθεί η ενεργός δύναμη που έχει αναποδογυριστεί. Και αυτό θα ήταν αρκετό. Αλλά τόσα χρόνια detournement μας λένε πως δεν είναι.


Άλλωστε ο Debord, κάνει στη συγκεκριμένη ταινία μια πιο διακριτική νύξη στην αρχή, όταν βλέπουμε στις πρώτες εικόνες του φιλμ δύο νέες και όμορφες γυναικείες φιγούρες, να αγαλλιάζουν μέσα στο φως. Ο θεατής μπορεί να μπερδευτεί στη συνέχεια , καθώς βλέπει να παρελαύνουν διάφορα μοντέλα, στριπτιζέζ, και γενικά ξέκωλα εποχής. Γιατί αυτές οι πρώτες εικόνες δεν έχουν βγει από διάφορα spectacles ή διαφημίσεις. Είναι εικόνες που έχει κάνει ο ίδιος ο Debord και είναι η γκόμενα του και μια φίλη της αυτές που βλέπουμε.


Είναι εικόνες που ανταποκρίνονται σε πρόσωπα πραγματικά, μπλεγμένα σε αληθινές ιστορίες αγάπης και έρωτα και όχι έγκλειστα στις παθητικές σχέσεις του θεάματος. Και δείχνει με αυτό τον τρόπο πως οι εικόνες της αληθινής πραγματικότητας, μιας πραγματικότητας που αναποδογυρίζεται διπλά, αρκούν για να αποκαλύψουν πως αρκεί και μόνο το γεγονός του να είσαι ένας θεατής, πως απλά και μόνο να κοιτάς τις εικόνες, φτάνει για να την πατήσεις.

Η ενοχή που συμπεριλαμβάνει τον θεατή στη παγίδα του θεάματος δεν είναι παρά το γεγονός πως απλώς κοιτάζει εικόνες. Αν δεν κοίταζε δεν θάταν ένοχος. Και συνεπακόλουθα, η επίδειξη της ενοχής του, η ίδια η θέαση των ποικίλων και διάφορων detournements, λειτουργεί περισσότερο για το συμφέρον αυτού που υποτίθεται πως ο υποψιασμένος θεατής κατηγορεί, παρά συμβάλλει στο να περάσει στη δράση. Μας λέει στην τελική ο Debord, πως όσο κοιτάζουμε τις εικόνες -τις οποίες σχολιάζει ο ίδιος μάλιστα- δεν θα δράσουμε ποτέ. Θα μείνουμε για όλη μας τη ζωή, θεατές, μιας ζωής που θα περάσει σαν εικόνα.

Labels: , ,