Monday, 27 February 2012

Link, Share and Hit



Το κείμενο γράφτηκε για τον κατάλογο της έκθεσης: AFTER THE RAGE, οργάνωση: BEHOLDS

The text is available in English here.


Συμπληρώνεται ένας χρόνος σχεδόν από τον Δεκέμβρη του 2010, όταν όλος ο κόσμος, έκπληκτος - ακόμα και οι ''μεγάλες δυνάμεις''- ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο, με αυτό που λίγο αργότερα πήρε το όνομα ''Αραβικές εξεγέρσεις''. Ίσως εδώ, θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί καλύτερα ο ενικός δηλαδή η ''Αραβική εξέγερση''. Αυτό για δύο λόγους: ο πρώτος, που επιβεβαιώνεται πια σήμερα, δείχνει πως παρά τις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν τα γεγονότα στις χώρες και τις πόλεις της Αραβικής Άνοιξης, αυτό που συμβαίνει είναι μια γενική πολιτική αναταραχή, ουσιαστικά μια σειρά επαναστάσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη, ή σε ανασυγκρότηση, στο σύνολο σχεδόν του αραβικού κόσμου, ενός κόσμου, που οι παρωπίδες του οριενταλισμού στη δύση αποκαλούν ''το ισλαμικό τόξο''.

Ο άλλος λόγος, για την χρήση του ενικού και όχι του πληθυντικού, είναι ένα παλιό ουσιαστικά διακύβευμα, μια απόπειρα ιδιοποίησης μέσω της ενοποίησης, των ονομάτων που έχουν τα γεγονότα, ένα παράγωγο του τρόπου που βλέπουν αυτό που συμβαίνει όσοι τα ονομάζουν: ''The facebook revolution'' ή ''The twitter revolution''. Και σίγουρα από μια οπτική γωνία, η χρήση των ψηφιακών δικτύων, μοιάζει να είναι η μορφή ενός ιντερνετικού υπερ-δαρβινισμού, όπου οι δυνάμεις της αλλαγής που συνήθως χρειάζονται χρόνια για να εξελιχθούν, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις φαίνεται να έχουν συμπιεστεί σ΄ ένα χρονικό πλαίσιο μερικών εβδομάδων.

Αν κάποιος κάνει σήμερα μια έρευνα στη μηχανή αναζήτησης της Google, με τις λέξεις κλειδιά: facebook revolution, βρίσκεται μπροστά σε 410.000.000 σελίδες αποτελεσμάτων αναζήτησης, ενώ αντίστοιχα ο αλγόριθμος της Google βγάζει 355.000.000 σελίδες για την αντίστοιχη έρευνα με τις λέξεις twitter revolution. Εννοείται πως οι περισσότερες απ΄αυτές τις σελίδες αναφέρονται στις Αραβικές εξεγέρσεις. Παρεπμιπτόντος, μια έρευνα με τις λέξεις Russian revolution, δίνει 28.000.000 περίπου αποτελέσματα, νούμερο καθόλου ευκαταφρόνητο αλλά όχι και hype. Συνεπώς, σύμφωνα με την γνώμη της Google, αυτό που συμβαίνει στις Αραβικές χώρες, είναι μεν κάποιες δικτυωμένες επαναστάσεις όχι όμως οποιουδήποτε δικτύου, αλλά των εταιρικών δικτύων του facebook και του twitter. Έτσι, φαίνεται ταιριαστός ο σαρκασμός του καθηγητή Ulises Mejias 1, που πρότεινε να ονομαστεί η Μεξικανική επανάσταση του 1910-20 όχι από το μέσο που χρησιμοποίησε -για πρώτη φορά στην ιστορία- ο φωτογράφος Hugo Brehme, για να καταγράψει τις φρικαλεότητες του πολέμου, αλλά από το όνομα του κατασκευαστή του μέσου. Δηλαδή κάτι σαν: ''Viva Leica, cabrones! ''The Leica revolution is here''.

Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Πόσο πολύ το πολιτικό και κοινωνικό μέλλον καθώς και οι μορφές ρήξης με τον δεσποτισμό εξαρτώνται από τα κοινωνικά δίκτυα και τον χώρο του εικονικού γενικά; Ποια είναι ακριβώς η κατάσταση συγχώνευσης μεταξύ του ''πραγματικού'' και του ''εικονικού'' κόσμου και ποιος κερδίζει απ΄αυτό; Ο ιστορικός Robert Darnton 2 κάνει μια επισήμανση: ''τα θαύματα της τεχνολογίας των επικοινωνιών σήμερα, έχουν δημιουργήσει μια παραμορφωμένη συνείδηση σχετικά με το παρελθόν, μια γενική αίσθηση πως η επικοινωνία δεν έχει ιστορία, πως τίποτα σημαντικό δεν υπήρξε σχετικά πριν τις μέρες της τηλεόρασης και του διαδικτύου.'' Αν δούμε όμως μια μελέτη για τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, το Ιταλικό κίνημα των 70ς, λέει πως το 70% των μελών είχε τουλάχιστον ένα καλό φίλο ήδη μέσα στην οργάνωση. Το ίδιο ισχύει και για όσους προσχώρησαν στους mujaheddin στο Αφγανιστάν. Ακόμα και οι εξεγέρσεις που μοιάζουν αυθόρμητες, όπως οι διαμαρτυρίες στην πρώην Ανατολική Γερμανία που οδήγησαν στην πτώση του τείχους του Βερολίνου, είναι στον πυρήνα τους αποτελέσματα ισχυρών δεσμών. Το κίνημα αντίστασης αποτελείτο από μερικές εκατοντάδες ομάδες, με κάθε μια να έχει οριακά δώδεκα μέλη. Κάθε ομάδα είχε περιορισμένη επαφή με τις υπόλοιπες. Εκείνη την εποχή, μόνο 13% των ανατολικογερμανών είχαν τηλέφωνο. Όλο κι΄όλο που γνώριζαν ήταν ένα εβδομαδιαίο ραντεβού στην εκκλησία του St. Nicholas στο κέντρο της Λειψίας, για να εκφράσουν την οργή τους απέναντι στο κράτος. Και αυτό που κυρίως καθόριζε ποιος θα εμφανιζόταν στη διαμαρτυρία , ήταν ο αριθμός των φίλων που θα παρευρίσκονταν Όσο πιο πολλούς φίλους είχε κάποιος που θα πήγαιναν να ασκήσουν κριτική στο καθεστώς, τόσο πιο πιθανό ήταν να πάει και ο ίδιος.

Στην Τυνησία, η επανάσταση του γιασεμιού δεν συνέβη επειδή υπήρξε μια επίπονη, πολύχρονη, συνωμοτική διαδικασία από πριν, αλλά επειδή οι άνθρωποι διαρκώς πίεζαν το καθεστώς του Μπεν Αλί για να κερδίζουν μικρές ελευθερίες εδώ και εκεί. ''Έσπρωχναν τον τοίχο'' όπως λένε τώρα και ξαφνικά διαπίστωσαν πως ο τοίχος έπεσε. Μικρές διεκδικήσεις για μικρές ελευθερίες σε πολλούς χώρους και κοινωνικά πεδία. Έτσι έγινε. Πρέπει να ξέρουμε, πως στις χώρες του Maghreb υπάρχουν ακόμα καφενεία και κοινοί χώροι προσευχής άρα και συναθροίσεων Σε αντίθεση με τον δυτικό κόσμο που συχνά οι άνθρωποι είναι κολλημένοι πίσω από μοναχικές οθόνες κάθε είδους, άσχετα αν είναι σε κάποιο internet cafe (που σταδιακά σαν είδος κι΄αυτό εξαφανίζεται) ή σπίτι τους κάνοντας ''online socializing''. Δεν νομίζω πως θα ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς πως η ''επανάσταση του facebook'' δεν ονομάστηκε έτσι για να διαφημίσει το δίκτυο σε όσους ξεσηκώθηκαν ενάντια στις δικτατορίες, αλλά αντίθετα να πουλήσει στους δυτικούς το ''concept'' του πόσο θαυμάσια είναι αυτά τα εργαλεία κοινωνικής δικτύωσης. Κάτι περίπου σαν: έλα στο facebook και θα γίνεις κι εσύ μέρος της επανάστασης. Όποιος θυμάται τις εικόνες του άνδρα από την Υεμένη που κρατούσε ένα πλακάτ που έγραφε facebook, ή τα γκραφίτι στη Τύνιδα: ''thank you facebook'', μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει: ''σωστή τοποθέτηση εμπορικής ετικέτας''.

Ένα χρόνο μετά τις Αραβικές εξεγέρσεις, το τοπίο στα εταιρικά δίκτυα έχει εξελιχθεί. Το facebook δηλώνει με ένα όλο και πιο σαφή τρόπο στους χρήστες του, σαν σύγχρονος Λουδοβίκος 14ος, πως: le Internet c' est moi. Σ΄αυτό το σημείο πρέπει να δούμε τα Τεχνολογικά Μέσα σαν αυτό που είναι. Είναι Μέσα και εργαλεία αλλά δεν δημιουργούν κινήματα. Εξεγέρσεις και επαναστάσεις υπάρχουν στην ιστορία, ανεξάρτητα από το ποια βασικά εργαλεία διαθέτουν οι άνθρωποι στην εποχή τους, για να τυπώνουν προκηρύξεις και εφημερίδες τοίχων, όπως τον 18ο αιώνα ή να χρησιμοποιούν το διαδίκτυο στις μέρες μας. Οι άνθρωποι πάντα γνωρίζουν τη διαθέσιμη στην εποχή τους τεχνολογία για να οργανωθούν και να κινηθούν, όταν έχουν πραγματικά ένα σοβαρό λόγο για να το κάνουν. Παρόλαυτα, μια σημαντική παράμετρος σήμερα, είναι η δικτυακή διάσταση συγκρότησης της επικοινωνίας, που διευκολύνεται ιδιαιτέρως από την ριζωματική κατά βάση οργάνωση των νέων τεχνολογικών μέσων. Οπουδήποτε τυγχάνει της εξαιρετικής τύχης σήμερα, να ονομάζεται ένα καθεστώς ''δημοκρατικό'' και ταυτόχρονα να συμβαίνουν εντός του εξεγέρσεις, μπορούμε να δούμε τις ίδιες μορφές οργάνωσης να εμφανίζονται στο πεδίο των διεκδικήσεων. Με εργαλεία όπως το facebook, μπορεί ένα κίνημα να κάνει -ότι έχει να κάνει- σε μια ολόκληρη χώρα, αν όχι σε σειρά από χώρες, ενώ στο παρελθόν θα έπρεπε να ξεκινήσει από μια πόλη, να μεταφερθεί σε μια άλλη κ.ο.κ. Κάτι που θα σήμαινε πως έπρεπε να υπάρχει ένα κόμμα οδηγός που να διαθέτει οργανώσεις παντού. Συνεπώς, οι νέες τεχνολογίες διευκολύνουν πολύ τον τρόπο της οριζόντιας οργάνωσης, αλλά δεν δημιουργούν κινήματα. Δεν υπήρξε ποτέ facebook revolution στην Αραβική άνοιξη. Αλλά επίσης δεν υπήρξε και κόμμα οδηγός.

Και σ΄αυτό το σημείο επικεντρώνονται συνήθως οι διαφωνίες για τη χρήση των ιδιωτικών, εμπορικών κοινωνικών δικτύων, όσον αφορά την οργάνωση κινημάτων. Ενώ, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, αληθεύει εν μέρει, πως τα δίκτυα αυτά έχουν βοηθήσει την οργάνωση στην Τυνησία, Αίγυπτο και αλλού (όπως και στην Ελλάδα) ο ρόλος τους είναι αρκετά πιο πολύπλοκος. Όσοι τα χρησιμοποιούν θα πρέπει κατ αρχή να αναλύσουν και να σκεφτούν, αν η χρήση τους τελικά απο-πολιτικοποιεί την κατανόηση μας για τα γεγονότα και την ουσία των συγκρούσεων, μετατρέποντας σε εμπόρευμα την κοινωνία και τις εξεγέρσεις της. Τα δίκτυα, ειδικά τα μαζικά, εταιρικά δίκτυα, είναι δομές εξουσίας, σχεδιασμένες με βάση μια αρχιτεκτονική της συμμετοχής (εμείς είμαστε αυτή η συμμετοχή αλλά όχι οι αρχιτέκτονες) και αυτές οι δομές προσβλέπουν στη διατήρηση φυσικά του ελέγχου και της κατανομής της. Το facebook και το twitter δεν είναι απλά το interface με το οποίο διαδρά ο χρήστης. Όπως ο κινηματογράφος και η τηλεόραση παλιότερα, έτσι και τα δίκτυα τώρα, λειτουργούν σαν τα νέα πλαίσια παραγωγής γλωσσικών δομών. Πιο απλά, τα δίκτυα είναι σύγχρονα εργοστάσια που παράγουν επικοινωνία άρα (με λίγη ελπίδα και αισιοδοξία) και νόημα. Και όπως οι τεχνικές υποδομές καθορίζουν στα εργοστάσια τις μορφές της παραγωγής έτσι και οι γλωσσικές δομές καθορίζουν ή παρεμποδίζουν την παραγωγή νοήματος.

Επιπλέον, λόγω της ''προθυμίας'' που δείχνουν τα δίκτυα να ''φιλοξενήσουν'' και να ''πρωτοστατήσουν'' στις εξεγέρσεις, μπορεί κανείς να αναρωτηθεί κατά πόσο τελικά επιχειρούν να ξεπλύνουν το ρόλο των καπιταλιστικών ολιγαρχιών στην καταστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Στο κάτω - κάτω και στην Αίγυπτο και αλλού, τα όπλα που χρησιμοποιούνται για τους πολέμους και την καταστολή των εξεγέρσεων στα διεφθαρμένα καθεστώτα κάθε είδους, έρχονται από δυτικές, δημοκρατικές χώρες. Λέει ο Manuel Castells 3: <<όσο δεν γνωρίζουμε τις μορφές εξουσίας που εμπλέκονται στην δικτυωμένη κοινωνία, δεν μπορούμε να αδρανοποιήσουμε την άδικη άσκηση της εξουσίας. Και αν δεν ξέρουμε ποιοι είναι ακριβώς οι κάτοχοι αυτής της εξουσίας, και που να τους εντοπίσουμε, δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την κρυμμένη, αλλά τελικά καθοριστική τους κυριαρχία.>>

Οι υβριδικές πόλεις, οι πόλεις που το εικονικό και το πραγματικό συγχωνεύονται, εξαπλώνονται όλο και πιο γρήγορα, παντού. Αλλά το ίδιο συμβαίνει και με τις διεκδικήσεις, τόσο απέναντι σε δεσποτικά ''τριτοκοσμικά'' καθεστώτα, όσο και εναντίον των οικονομικών ολιγαρχιών. Μάλιστα η σύγκλιση ανάμεσα στις τελευταίες δύο κατηγορίες, όπως ο καθένας μας μπορεί να δει σήμερα στην Ελλάδα όπως και αλλού στην Ευρώπη, μπορεί να πηγαίνει ακόμα πιο γρήγορα από την επέλαση του εικονικού στο πραγματικό. Θα μπορούσε να μπει κανείς στον πειρασμό να δει σχέσεις αιτίου-αιτιατού εδώ, αλλά η κατάσταση είναι πιο επείγουσα και συχνά πιο απαιτητική από την ανάγκη που προβάλλει η ανάλυση. Ένας Αιγύπτιος μπλόγκερ, σχολίασε πως η ελευθερία στο διαδίκτυο και η ελευθερία στην πλατεία Tahrir, ήταν αντικείμενα διαφορετικής τάξης. Το ίδιο λέει πως ένοιωσε για την αλληλεγγύη και το αίσθημα του ανήκειν σε μια κοινότητα. Υπάρχει ένα αίσθημα ευθύνης που συνάδει με τη φυσική παρουσία κάποιου κάπου, που δεν υπάρχει απαραίτητα εκεί, όταν πρόκειται για online παρουσίες. Όλοι μπορούμε να κάνουμε ένα κλικ και να γινόμαστε μέλη μιας σελίδας του facebook, (ακόμα κι΄ αν αυτό δεν είναι ακίνδυνο σε κάποιες χώρες) αλλά το να είσαι με το σώμα σου σε μια πορεία, είναι μια άλλη υπόθεση. Η χρήση των εργαλείων κοινωνικής δικτύωσης λένε οι Νέγκρι και Χαρντ 4, είναι σύμπτωμα και όχι αιτίες των οργανωτικών δομών των εξεγέρσεων. Μοιάζουν να είναι οι μορφές έκφρασης του ευφυούς σύγχρονου πλήθους, που είναι ικανό να ''παίζει στα δάκτυλα΄΄τα σύγχρονα εργαλεία επικοινωνίας, με αυτονομία και ίσως κάποια στιγμή να τα στρέψει ενάντια στην αρένα, στο gamespace καθαυτό.


1.Ulises Mejias, καθηγητής Νέων Μέσων, στο OSWEGO (State University of New York)

2. Robert Darnton, Ιστορικός, διευθυντής της βιβλιοθήκης του Χάρβαρντ, ιδρυτής του Gutenberg-e program

3. Manuel Castells, καθηγητής κοινωνιολογίας, πολεοδόμος και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του European Institute of Innovation and Technology (EIT)

4. Αντόνιο Νέγκρι και Μάικλ Χαρντ, μετα-μαρξιστές πολιτικοί φιλόσοφοι, γνωστοί για την τριλογία τους, Αυτοκρατορία, Πλήθος και Κοινοπολιτεία

Labels: , , , , , ,

Sunday, 19 February 2012

The Beach Beneath the Street: The Everyday Life and Glorious Times of the Situationist International


MCKENZIE WARK IN CONVERSATION WITH ILIAS MARMARAS

Published at DAPPER DAN Magazine 05

McKenzie Wark is an Australian writer whose books include A Hacker Manifesto, Gamer Theory and, most recently, The Beach Beneath the Street: The Everyday Life and Glorious Times of the Situationist International. He teaches at the New School for Social Research and Eugene Lang College in New York. Ilias Marmaras is a media artist based in Athens.

MARMARAS:
In your book on the Situationist movement, as well as across a wider perception, Guy Debord is a central figure to whom the slogan “not working” (“ne travaillez jamais”) is attributed. The irony of our times is that the systemic crisis of capitalism has created millions of unemployed people all over Western—at least—countries, and people have occupied the streets to demand employ- ment, social security, etc. At the same time, what is named by several thinkers as the “production of subjectivity” is strongly related to the exercise of biopolitical power, which in turn penetrates almost every aspect of people’s lives, especially work. One could say here that capital could apply the “not working” concept in its own favour. Is this a super détournement on the part of the ruling class that, at the end of the story, creates fear and terror in the lives of people who feel like hostages after losing their jobs? And, further, is there any possi- bility of turning the miserable situation of being unemployed into a liberating one?

WARK:
I think Debord’s slogan “Never work!” has to be understood as something like a modern version of Nietzsche’s “God is dead!” If God is dead, then the category of “man” falls apart. Likewise, without the category of “work”, its opposite reveals its inco- herence. “Leisure” or “play” only have meaning in relation to work.
Interestingly, in the overdeveloped world, the categories of work and play tend to blend into each other. Work becomes playful, but play becomes “workful”. It is no longer clear where or when value is to be extracted. If the ruling class can extract
value from everyday life as a social playground, then goodbye social factory. If people will do work of value for free, then why pay them at all? So in that sense, yes, there has been a détournement not of work, of play, in the interests of maintaining the commodity form. Play is not so clearly on the outside of work.
Still, if we’re not getting paid, then the ques- tion is how to make something out of everyday life that is indifferent to the commodity form. How to make another life? It is actually the opposite of biopower, at least in the United States. The ruling class couldn’t care less about the populations of the overdeveloped world. The classic statement of the Fordist political economy was, “What’s good for General Motors is good for the country.” These days, the slogan of our disintegrating spectacle is, “What’s good for Goldman Sachs is none of your fucking business!” Biopower is dead. This is the age of thanopower. If there’s no value to be extracted, then we can all go to hell. OK, so we will withdraw from them too! We will make another life!

MARMARAS:
Regarding the idea of “never work”, at the end of your book you suggest, “Perhaps we could add, never play! For play is becoming as co-opted as work, a mere support for the commodity form.” Now, it is true that we live in a time of the gamifi- cation of everything, From internet as playground to the gabbling economy, everything seems to be an endless gamespace, as you also mentioned in Gamer Theory. Let me tell you a story. The early Greek historian Herodotus says that Lydia, an ancient Greek city that is now situated on Turkey’s western coast, was once besieged by the Persians. The Greeks, looking for ways to appease their misery and hold their defense as long as they could, while they could not go out of the city and work in the fields or on the sea, reached the deci- sion to eat every other day. They also decided that the days when no eating was to take place would be dedicated to games. And that it was under those circumstances that many of the games we know today were invented.
So, could we think that play tactics, similar to the ones Situationists were using in their time, could be reinvented today and applied as a means of defense, considering the majority of people are besieged by power structures that oblige them to live in a status of hunger, literally and meta- phorically? Could global movements become more playful?

WARK:
In the social movements of the 1960s, play appeared to have a critical force, in part because of an innocence that was imputed to it. This play was naïve, childlike, even childish. That kind of play got co-opted for the production of value. It was subsumed into the commodity form.
But play does not have to have just this naïve, romantic aspect. Play can also be canny, cunning, a matter of strategy and tactics. It can assess situ- ations but not reduce them entirely to calculation. That, I think, is the kind of play that can have its uses. In The Beach Beneath the Street I was writing about tactics of this kind that the Situationists— and not just Debord—invented in the 1950s and ’60s. But these are not those times. The book is about examples of playforms invented under partic- ular historical circumstances. Not so they can be imitated, but rather, so we can learn how to make new playforms under different historical circum- stances. We are in an age of inventing new aesthetic practices directly within the everyday.

MARMARAS:
A major issue for the period of the Situationists, for Henri Lefebvre and later Michel de Certeau, was the idea of “everyday life”. Putting aside their different perspectives on the everyday—as a “moment”, a “situation” or a “critique”—they were all referring to this concept, and during a period when the distinction between analogue and digital was nonexistent simply because the latter was not yet there. Nowadays, the fusion of the “real” and the “virtual” creates a hybrid space and time to live in, and sometimes gives the impression of living in constant flux, or sometimes an endless immobility. Our “everyday life”, for those who are connected, travels at the speed of light and yet goes nowhere. How useful today can the concepts of the past be? What does “everyday” mean while living a screen life?

WARK:
The technical form of spectacle was different in Lefebvre and Debord’s time, but they were already talking about the continuum of everyday, meaning life on the street, and everyday, meaning life enclosed in some sort of mediated bubble. Perhaps we have not advanced all that far. Both Lefebvre and Constant, whom I also write about in The Beach Beneath the Street, were very interested in “cyber- netics”. In different ways, they anticipated where we are today.
Lefebvre thought communication could be divided into three broad bands: code, sign and symbol. Code is digital, a means of control, and he saw that it was advancing into the everyday. He saw that this was more important than the terrain of the sign that so fascinated the semioticians of his time, like Roland Barthes. Language-like signs were interesting but not the main development. The main thing was codification, the coming of what you call the “hybrid space”, where code meets the everyday, and which he saw as the ideological basis of main- stream social science of the postwar period, like rational choice theory. Social science had started to think that everyday life had been completely subsumed into a gamespace of code.

The counter-tactic Lefebvre advocated was to stake out the terrain of symbol. Symbols are not like signs. Their meaning comes from the past and is not produced by the context in which they are used, as signs are. He thought the avant-garde had to advance onto the terrain of the symbol and reani- mate the romantic counter-symbols to the emerging classical order. This is exactly what he saw the Situationists had done in opposing Corbusier’s classically inspired, supposedly “modern” tower blocks, with their art of the dérive, the drift, psychogeography and unitary urbanism. Lefebvre correctly saw that there was something mythic in all of this, a deep working on the underlying symbols within everyday life at a time when everyday life was being invested—in every sense—with code.

Constant [Nieuwenhuys] took another tack. How could code, which is about logic and control, also open up a domain for free play? He did it with a kind of conceptual architecture. He called it New Babylon, and it existed as models, drawings and texts about a utopian urban planning project, but it was much more than that. It’s a kind of concep- tual architecture. In New Babylon, the factories are underground, the surface of the earth is for trans- port, and we all live in “superstructures” up above. Labour is fully automated. There’s nothing to do but play.

This is already a critique of Europe and America in these overdeveloped times, right? Code allows the production and distribution of things to be auto- mated. That’s control. But that control produces a surplus which abolishes the struggle over scar- city. There’s nothing left to do but play. We get glimpses of this in everyday life. When you and your friends have a day off and there’s food and wine, and nothing to do but invent the good life. Well, for Constant, that’s a product, in part, of code as control, but it also enables this other side. How can that other side prevail? That’s his question. Can we separate the control of objects by code from the free play of subjects? This strikes me as still a visionary project.

MARMARAS:
One thing that remains unclear regarding the Situationists is the issue of violence in respect to political struggles and social claims. What was their position towards violence—if at the end they had any clear position?

WARK:
They were interested in the glamour of the clandes- tine. They weren’t afraid of a certain organisational rigour. They were on the barricades in May ’68. But beyond that, they were not interested in violence. Violence is anathema to the kind of direct democ- racy they practiced, however imperfectly.
Debord advanced the thesis, very early, that the Red Brigades in Italy had been infiltrated by agents of the state. It turns out he was not entirely wrong. Maybe it’s a sort of categorical imperative: if a tactic can’t be generalised to the point that every- body can do it, then it belongs to hierarchy and ought to be opposed.

The Situationists were consistent critics of the Stalinists, the Trotskyites and the Maoists. They would have treated recent attempts to resusci- tate the “idea” of communism with the contempt it deserves. The fatal mistake is the formation of vanguards that claim to “represent” the people and act on its behalf, whether with violence or—much the same thing, only more boring—bureaucracy.

They pose a very, very contemporary question for us, not least in the context of Tahrir Square and Occupy Wall Street: how can flat, “horizontal” movements nevertheless have organisational form? What is non-hierarchical communication that can nevertheless resist being reduced to chatter and noise? Their greatness was always in asking very far-sighted questions about form.

MARMARAS:
In the period of the Situationists, the means of political struggle were “played” on a polarised field defined by big ideologies. Debord, in The Society of the Spectacle, and the Situationists in general, by showing the rules and mechanisms of the produc- tion of the spectacle, tried to move the critique from the sterile political vocabulary of the period toward the upcoming field of struggle, the cultural sphere. That explains their involvement in the art scene and their engagement with it, at least to a point. They were right because today, struggles have—more or less, depending on the countries and the cities—a clear cultural character.

I will use an actual para-digm: the Occupy movement and the Indignados are not subjects of critique based on their political thesis, but on their aesthetic. In other words, they are criticised on the way they set up their camps, how they are dressed, how they behave and so on. Does this mean that the cultural sphere in which the Situationists found a new space for struggle is now over? Does a movement need today to rein- vent a political vocabulary and a social stance that goes beyond art, culture, modes of behavior; in other words, all those images of sublime consump- tion? Does the movement need to “détourner” the Situationists?

WARK:
Well, the “secret” title of The Beach Beneath the Street should be Détourn This!. A bit like Abbie Hoffman’s Steal This Book!. It’s not about being a “Situationist” in the 21st century—although there are people who claim they are—but of plagiarising from them and correcting their tactics, “in the direc- tion of hope”, as Lautréamont would say.
I thought a few years ago that they needed to be made available again, in a new way, as a resource for inventing new tactics, and as it happens, that hunch turned out to be not entirely without value. Their concentration on the aesthetics of struggle seems helpful now. In the US at least, it is no acci- dent that the Occupy movement sprang at least in part from a milieu in which the Situationists have been studied closely.

But there’s a sense in which the Situationists diverge from the “cultural turn”. One way of thinking about their project, for all its internal differences, is as an attempt to found a theory and practice of aesthetic economy. Or, rather: if Marxism is a critique of political economy, and not a philosophy, then what the Situationists attempt is a critique of aesthetic economy; again, not a philosophy. What was once “the political” has been subsumed into the spectacle. Power takes an aesthetic form and has to be understood as such and confronted as such. But where we say “aesthetic”, one should think not of images but of forms. Forms of life.

Of course philosophers became obsessed with “the political” after May ’68, and it’s a fetish that persists. Well, the owl of Minerva flies at dusk. It becomes something philosophy can perceive precisely because it has passed away. Of course, power exists, exploitation exists, oppression exists, inequality exists, the spectacle exists. But politics? Whatever goes in the place of politics has to be reinvented. The site of its reinvention isn’t concep- tual: it’s not about “the political”. It’s about politics in the everyday sense. We have to reinvent forms of horizontal organisation, communication, decision, solidarity, in a word, collective being.

What is remarkable, in the United States at least, is that no matter how much the spectacle tried to attack Occupy Wall Street as smelly hippies in stupid clothes, in its first phase at least it attracted enormous public support. As the Situationists used to say, “Our ideas are on everybody’s minds.” In everyday life, people get it. They get that politics is just spectacle, and that the occupation is a kind of negative action, which shows, by doing some- thing, what the gap is between the appearance of a “politics” in the spectacle and what an actual form of popular organisation and communication might look like.

It turns out that such questions of form after poli- tics are something on which the Situationists have a lot to offer, and not just Debord. Asger Jorn was asking about the aesthetic as the practice of form- making of a whole people, a kind of popular and yet also critical practice of formal invention. Michèle Bernstein was already asking what happens to love and sex in situations where we try to live outside the idea of being each other’s property. Jacqueline de Jong was trying to put together forms of trans- national communication about how the aesthetic could offer an alternative library of forms, outside the sanctioned canon of both architectural and social “orders”. In short, there’s no shortage of resources to draw upon in the Situationist legacy, with which, as Rimbaud said, to “change life”.

Of course, the Situationists themselves got absorbed into art and fashion and all that. But the thing about recuperation into the spectacle is that it is always reversible. The spectacle plagiarises the forms invented in everyday life and returns them to us in commodity form. It takes love and play and adventure and returns them as shoes and pants and haircuts. It’s just a matter of repossessing our power of invention of forms, and forming a life of invention outside of the commodity form and its spectacular shadow.

Labels: , , ,

Wednesday, 15 February 2012

An absolute refusal? Notes on the 12 February demonstration in Athens


An absolute refusal? Notes on the 12 February demonstration in Athens

by PAVLOS HATZOPOULOS, ILIAS MARMARAS and DIMITRIS PARSANOGLOU

1. The 12th February demonstration in Athens, consolidated, what is becoming clearer in the past weeks: a growing majority of the Greek people support the refusal of the memorandum no.2 no matter what. In spite of the fear mongering spread by the pro-memorandum forces that a negative parliamentary vote would entail an immediate euro exit and the ensuing Africanisation of Greece, the popular support for the new EU-ECB-IMF loans and the correlated austerity measures is waning significantly. The formal political debate is increasingly based on a politics of fear: the government’s and mainstream media’s principal argumentation is stripped, on the one hand, to the bare threat of what a disorderly Greek bankruptcy would entail -invoking often assumed similarities with Greece’s plight during the World War II occupation by German and Italian troops- with basic food and medicine shortages and a lack of basic public amenities like gas, heating, electricity; on the other hand even mainstream media cannot but be critical vis-à-vis the most dismantling provisions of the memorandum no.2 for any sign of consensual legitimacy, such as the automatic decrease by 22% of minimum wages, the content and scope of collective bargaining and so on, insisting however ‘in the final analysis’ that the dilemma posed leaves only one choice.

In the current conditions, the growing impoverishment of the wider population and the collapse of state welfare structures makes this line of argumentation less and less effective. In the everyday lived experience of the wider population the spectre of destitution and the destruction of universal public services and amenities is embodied as a direct result of the austerity policies. The massive refusal of the memorandum no.2 tends thus to becoming absolute: it is consolidated beyond and besides any types of rationalisations of existing or future formal policies and calls for new beginnings that the government and financial interests can articulate. In the coming critical period, the site of openness in the political sphere relates to the struggles over what forms this absolute refusal might take and what type of political actions can be constructed around it.

The social composition of the massive absolute refusal of the memorandum no. 2 crosses existing societal divisions and categorisations and reflects its informal and fluid character. The demonstrations in Greece include more and more actors with different social backgrounds, different political aspirations, and different desires for mostly non-representable futures. Apart from the material outcomes that successive austerity plans produce, mainly the violent downgrading of large parts of the late middle class, a strife against injustice is drowning by numbers the whole society regardless previous political affiliations. In addition, demonstrations in Greece more and more seem to escalate, precisely when they are less organised and when they are not called by formal political organisations.

Although, a 3 day call for action (February 10 to 12) was set against the parliamentary vote of the memorandum no.2, during the first two days that coincided with a 48 hour strike supported by all the trade unions, the turnout was unexpectedly low, the protests pursued the usual tactic of marching towards the parliament grouped largely in political blocs and ended relatively quickly. On Sunday, February 12, when there was no strike, no precise formal call for action and no foreseen march itinerary at all the participation in the protest became unprecedented. Everyone just knew that from afternoon onwards people should go to Syntagma square, outside the Parliament. Most of the participants just walked from different parts of the city joining the demonstrations in small groups of friends, at random with people they met on their way to Syntagma, in neighbourhood associations, in neighbourhood assemblies that have been formed the past 6 months throughout Greece. There was no starting point of the ‘demonstration’, but only destination. People were trying to reach Syntagma many hours after the demonstration was supposed to have started, most were intermittently leaving the tear-gased areas to catch their breath and returning after a while. Even some political groups that managed to form a few blocs of demonstrators near the parliament dissolved soon after the first rounds of teargas were fired by the police as early as 5pm.

The only political group that retained its cohesive character and tactics during the course of February 12 was the Greek Communist Party (KKE), whose activists remained largely outside of the geographical scope of the demonstration, on the outskirts of central Athens trying to avoid any mingling with the rest.

2. The police tactics during the 12th February demonstration, were primarily aiming to deface the mediamatic image of this consolidated mass refusal of the memorandum no. 2 by evacuating the square ‘by any means necessary’. It was as if the whole crackdown of the demonstration unfolded around interrupting a panoramic visual representation of the mass of demonstrators and of course avoid any unpredicted shortcomings that could hinder the parliamentary procedure. Therefore, the principal concern of the Greek police was to prevent the demonstrators from gathering in one unified body of people tear-gassing massively all areas around Syntagma square, even before the beginning of the protest. As a result of this tactic, a large -quite possibly the largest- number of demonstrators never managed to reach Syntagma square and wandered around side streets, engaging in street battles against the police or trying to avoid them. This prevention of the emergence of a centralised mediamatic image depicting the mass refusal of the memorandum no.2 was quasi-celebrated by mainstream media and the government precisely as it enabled them to avoid to visually represent, address, or respond to the mass character of the demonstration. At the same time, however, it expressed their apprehension: the realisation that their usual formal reaction to these types of political conditions is becoming null, that they can no longer appeal to a supposed silent majority supporting them and so on.

The widespread rioting during the night of 12th February was also a result of this police tactic. The difficulties faced by police forces in dispersing the demonstrators as far away as possible from Syntagma square, when their primary desire was to return there every time they were pushed back. The dispersion of rioting in the wider city centre of Athens in the 12th of February is also related to the radicalisation of wider groups of demonstrators and the unexpected participation of certain social groups experienced in street battles against the police. In an unprecedented action, for instance, the principal football fan clubs in Greece, along with youngsters from other clubs, joined the 12th February demonstrations in a united fashion, setting aside club differences.

3. Through the absolute refusal of the memorandum no.2, an impossible situation is emerging for formal Greek parliamentary politics, particularly for governmental politics. The formal political solution: parliamentary elections cannot be easily pursued by the government coalition, even if the conservative partner in the coalition (Nea Dimokratia) insists on asking elections ‘just after the state of emergency’ is overcome. This because the result of these elections will probably make it impossible to put in place a pro-memorandum government, regardless of what type of electoral system will be chosen. The movement of absolute refusal will tend, in this way, to push Greek formal politics to or even beyond their limit.

This movement of absolute refusal is emerging out of the exceptional material circumstances of crisis contagion and catastrophe. But the most fearful for parliamentary politics development-factor that emerges as a mute – therefore unpredictable – monster is that catastrophe can be pursued, produced and imposed by a frenzy multitude that feels it has nothing to lose apart from the joy of destruction. Although, similarities and connections to the December 2008 revolt might seem evident, there is no necessarily linear or evolutionary process that connects the two, apart from the cumulative experience that has moved everyone a step towards radicalisation in thought and in practice. It is true that this growing radicalisation of more and more larger segments of Greek society hasn’t produced in these past 3 years any permanent democratic structures for organising or for articulating political struggles. The critical political question, however, might not necessarily be how to create these structures in the Greek context, but how to immediately transpose them in their fitting European setting, to think on how will this movement spread like contagion from one country to the next, from one urban context to another. In other words, how this absolute refusal will be internationalised in a continent that already lives its future through the lenses of a fist of experimental animals.

Labels: ,

Saturday, 4 February 2012

Θέατρο ΕΜΠΡΟΣ, ενημέρωση- συζήτηση για την ACTA με παράλληλο ψηφιακό ανταλλακτικό παζάρι


Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου στις 7 το απόγευμα στο ΕΜΠΡΟΣ ενημέρωση- συζήτηση για την ACTA με παράλληλο ψηφιακό ανταλλακτικό παζάρι .

Η ACTA (Anti-Counterfeiting Trade Agreement) είναι μια εμπορική συμφωνία μεταξύ πολλών χωρών, που συστήθηκε αρχικά με στόχο την αντιμετώπιση της διακίνησης των πλαστών προιόντων και την ενίσχυση του copyright. Την συμφωνία συνέστησαν το 2010 η ΗΠΑ και η Ιαπωνία, και στη συνέχεια την υπέγραψαν ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Ν. Κορέα, το Μαρόκο, η Νέα Ζηλανδία και η Σιγκαπούρη. Τον Ιανουάριο του 2011, η Ευρωπαική Επιτροπή ανέλαβε επικεφαλής των διαπραγματεύσεων, με μη εκλεγμένους αντιπροσώπους, από 22 χώρες μέλη της Ευρωπαικής Ένωσης. Οι χώρες που συμφώνησαν να υιοθετήσουν την ACTA είναι οι Ελλάδα, Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Τσεχία, Δανία, Φινλανδία, Γαλλία, Ουγγαρία, Ιρλανδία, Ιταλία, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβενία, Ισπανία και Σουηδία.


Η ACTA όσον αφορά το διαδίκτυο, ουσιαστικά καθιστά τους παρόχους (ISP) αποκλειστικά υπεύθυνους για τις παραβάσεις πνευματικών δικαιωμάτων που ενδεχομένως συμβαίνουν στο δίκτυο τους. Προκειμένου να μην βρεθούν κατηγορούμενοι, οι πάροχοι θα χρησιμοποιήσουν συστήματα παρακολούθησης των ιντερνετικών διαδρομών των χρηστών τους. Με άλλα λόγια αστυνόμευση του διαδικτύου.
Από την αρχή, το βασικό πρόβλημα αυτής της συμφωνίας, είναι πως όλες οι διαπραγματεύσεις έγιναν μυστικά, κρατώντας τους χρήστες και τους κοινωνικούς φορείς εκτός του τραπεζιού.

Παρόλαυτα, η ACTA δεν είναι τελειωμένη υπόθεση. Τον Ιούνιο θα τεθεί για ψήφισμα και επικύρωση στο Ευρωκοινοβούλιο, και συνεπώς οι αντιδράσεις του κόσμου μπορεί και να την ματαιώσουν, όπως έδειξε πρόσφατα η αντίστοιχη συμφωνία SOPA/PIPA που αφορούσε τις ΗΠΑ και ανακλήθηκε-έστω και προσωρινά- μετά τις αντιδράσεις των πολιτών.
Η κίνηση κατοίκων Ψυρρή διοργανώνει την Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου στο θέατρο Εμπρός, Ρήγα Παλαμήδη 2, Ψυρρή, στις 7 το απόγευμα, στα πλαίσια μιας σειρά ς συζητήσεων για τα κοινωνικά αγαθά , ενημέρωση-συζήτηση για την ACTA με παράλληλο ψηφιακό ανταλλακτικό παζάρι. Όποιοι επιθυμούν ας φέρουν μαζί τους στικάκια , CD , DVD με ταινίες, μουσική κ.τλ για ανταλλαγή. Θα σερβίρεται κρασί. 



Κίνηση κατοίκων Ψυρρή

Labels: , ,