Sunday, 21 December 2008

Griots as a Multiuser Location Based Game_part 1


                         Graphics by The Erasers

Κάθε ψυχαναγκαστικός χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του, έτσι και του μετακινήσεις ένα κάτι τι από τη θέση που το έχει τοποθετήσει μέσα στο ¨ασφαλές σύμπαν του. Αυτή η εμμονική χαρτογράφηση, η ταύτιση του ¨εαυτού ¨με εικόνες και μορφές που αντιπροσωπεύουν τον κόσμο σκοπεύει σε μια αποτελεσματικότητα, σε μια εγγύηση λειτουργικότητας. Όπως στα τρισδιάστατα videogames ο παίκτης καταγράφει τα αντικείμενα στο χώρο και τα διατηρεί όσο πιο πιστά μπορεί στη μνήμη του και πάνω σε αυτή τη βάση εξελίσσεται το suspense των αλλαγών και της δράσης, δηλαδή το gameplay, έτσι και στον πραγματικό κόσμο η μνήμη που υπαγορεύει το γιατί και το που πρέπει να βρίσκεται κάθε αντικείμενο και ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος του καθενός , είναι επίσης αυτή που εξασφαλίζει τον ψυχαναγκασμό της καθημερινής συντήρησης της πραγματικότητας του δημόσιου.

Τίποτα δεν μπορεί να δείξει καλύτερα την λειτουργία των ψυχαναγκαστικών μηχανισμών μιας κοινωνίας, από το αυθόρμητο και δυσερμήνευτο ξέσπασμα ενός παιχνιδιού εξέγερσης, ένα ευρείας κλίμακας location based game σε μια πόλη. Ένα συμβάν, μια εκδήλωση του ΄΄πραγματικού΄΄, σαν αυτό που συμβαίνει αυτές τις μέρες στην Αθήνα (και στις άλλες πόλεις). Οι Griots, ξέσπασαν απρόσμενα με την πιο άγρια μορφή, την πιο οξεία και κρίσιμη κατάσταση της επιθυμίας, την επιθυμία του σχιζοφρενικού για να θυμηθούμε τις αναλύσεις του F. Guattari. Του σχιζοφρενή ΄που μπορεί να εκφράσει άμεσα και καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο την ελεύθερη εκδίπλωση της επιθυμίας΄ .

Και ξέσπασαν  βέβαια συλλογικά, σαν ένα multiplayer game και όχι σαν την παρωδία ενός single player game, που επιβάλλει τη λογική της κατασταλτικής κοινωνίας , μια ΄λογική΄ που ζητά από τους ανθρώπους να ΄απελευθερωθούν ΄ ένας –ένας (be yourself) λες και η απελευθέρωση είναι ένα αθροιστικό, στατιστικό θέμα.

Και είναι αυτός ο εθισμός στο single user game που δυσκολεύει αφάνταστα τον υποτιθέμενο ΄΄ νοικοκύρη΄΄ να καταλάβει τι συμβαίνει. Ο εθισμός στην τακτοποιημένη παραβατικότητα του ατόμου. Την νομιμοποιημένη-άρα και ελεγχόμενη- υπέρβαση του κώδικα του κοινού ποινικού δικαίου από την κλίκα των ΄΄μαζικών εγώ΄΄. Σε τελευταία ανάλυση, ο ψυχαναγκασμός που ασκείται πάνω στους πολλούς να γίνουν Ένα.

Ένας λαός, ένα κόμμα, μία φωνή κ.ο.κ, με άλλα λόγια  ένα κοινωνικό λείψανο σε ευθεία αναλογία αντίστοιχο με τα ξεπερασμένα πολιτιστικά λείψανα της βιομηχανίας των videogames, τα single users cultural relics.

Τελικά είναι ακριβώς αυτή η πολλαπλή, συλλογική μορφή του παιχνιδιού, και ταυτόχρονα η αμεσότητα της επιθυμίας που εκφράζεται μέσα από αυτό, που έχουν φέρει σε πλήρη σύγχυση την κοινή γνώμη και μαζί το παραλήρημα και την συλλογική παράκρουση για τους ΄κουκουλοφόρους΄ παίκτες/χρήστες του δημόσιου χώρου στον οποίο συμβαίνει.

Γιατί η κοινή γνώμη δεν βλέπει το πραγματικό locus, το gamespace στο οποίο διεξάγεται το παιχνίδι, αλλά την ανεπάρκεια, το κενό ασφάλειας των  ψυχαναγκασμών της που τους θεωρούσε οδυνηρούς ίσως, αλλά εγγυητές της ασφάλειας της.  Ο λαός κοιτάζει την ξαφνική απώλεια των θέσεων των αντικειμένων που ΄΄όφειλαν΄ να συνθέτουν  το χώρο της κοινωνικής μνήμης. Και αδυνατεί να μπει στο παιχνίδι γιατί δεν καταλαβαίνει  τις -προσωρινά έστω – ανατροπές των ρόλων. Καταλαβαίνει ή προσποιείται ότι καταλαβαίνει ένα παιχνίδι μόνο όταν οι ρόλοι βρίσκονται στην απομόνωση της κανονικότητας του single user. Το παιχνίδι του πλήθους είναι multiuser play, οι ατομικότητες (singularities) που το συνθέτουν, δηλαδή οι players δεν εκχωρούν τα δικαιωματά τους στην εξουσία για να αποκτήσουν νομικό πρόσωπο. Αυτός άλλωστε είναι ο βασικός λόγος που επιτρέπει στο πλήθος να μην βλέπει την εξουσία σαν ουσία, σαν πράγμα, αλλά σαν σχέση. Το πλήθος βρίσκεται στον αντίποδα του λαού ο οποίος αποτελείται κατά βάση από gamers που αποδέχονται την έξωθεν επιβολή των κανόνων. Και φυσικά, δέχονται την υποταγή των ατομικών ελευθεριών τους σε αθροιστικές δυναμικές όπως οι πολιτικοί σχηματισμοί και οι ποδοσφαιρικές ομάδες.

Αν μέχρι τώρα έχουμε συνηθίσει τον καθημερινό ανταγωνισμό μέχρι εξόντωσης μέσα στους κόλπους του λαού, αυτόν τον ανταγωνισμό που παράγει την νομοθετική θέσπιση της αλληλοεξόντωσης των παικτών εντός της αρένας, μάλλον είναι καιρός να δούμε ένα άλλο είδος πολέμου, αυτό που στρέφεται ενάντια στο gamespace.

Labels: , , ,

5 Comments:

Anonymous Anonymous said...

Οι πολυ high αναλύσεις σας φανερώνουν με τον πιο περίτρανο τρόπο ότι η εξουσία της μεταμοντέρνας δημοκρατίας έχει τούς πιο σίγουρους υποστηριχτές της όχι στα ΜΑΤ, αλλά στα συμφυρματικά και έτοιμα προς κατανάλωση υποκείμενα (ή πως ο τσαμπουκάς του δρόμου γίνεται τέχνη για τούς βολεμένους).
ΥΓ. Να ανοίξετε και καμία μπουτίκ σύγχρονης τέχνης με εκθέματα τα λέιζερ και τις πέτρες ή τις μολότοφ!

23 December 2008 at 08:01  
Anonymous Anonymous said...

παιζουμε παντου, εσυ μονο τζώρτζ και στουρναρη γωνία;

23 December 2008 at 12:33  
Anonymous Anonymous said...

Δεν κατάλαβες, φίλε. Το πρόβλημα είναι ακριβώς ότι "παίζετε" και οι "επαγγελματίες" της Στουρνάρη και οι "διανοούμενοι" υποστηριχτές τους. Κατά τα άλλα, O.K. είσαστε αμφότεροι συμβατοί με την μεταμοντέρνα μπαχαλοποίηση...

23 December 2008 at 12:58  
Blogger Georges Salameh said...

Xere,
afto to kimeno to egrapsa prin dio Xronia. den anali...
ala ena fuck sto 68 Xriazetai olo kai perisotera mou fenaitai...

À propos du présent


En Europe, notre génération fut semble-il destinée à accomplir le pénible exploit de produire sans s’exprimer, de déconstruire son existence en silence. Même si des voix nouvelles commencent à résonner bientôt ce seront les voix d’une autre génération, représentées par une nouvelle étude statistique et une autre courbe du temps. Pourtant même cela ne me semble pas s’exprimer clairement encore !
La poésie – c’est de la voix du poète dont il est question – celle de notre temps et en particulier des deux dernières décennies, s’apprête à plagier et à recycler à l’infini celle des années 70 et 80. Cela ne mènera qu’à une reproduction sombre et fatale du dénuement actuel et nous conduit à un lithargé poétique absurde, si on ne réagit pas tout de suite !
Pour le moment, la voix et le pathos se sont arrêtés court, la réserve ouverte des émotions, joie et afflictions, de notre génération semble asséchée, comme si nos pères n’ont généré aucun successeur. On apparaît à nous-même, non comme sous un sort particulier mais comme le visage de notre époque, une suffocation de l’histoire, et une hypnose périlleuse.
Tout s’écoule, tout passe… Dans nos maisons, nous sommes comme des passagers, dans nos familles nous avons l’air étranger, dans nos villes nous ressemblons à des nomades…

« L’œil de l’avenir brille du véritable amour humain », cette phrase de Maïakovski résonne encore dans nos oreilles, mais on a déjà oublié son visage.
Aujourd’hui sans éros, nos visages sombrent dans une obsession de rapaces. Nos voix suffoquent dans la terreur du doute. Nos esprits renoncent à la joie de la création.
Sans amour aucun cloneur ne nous ressuscitera. Nous ne serons plus le budget d’aucun avenir. Nous ne pourrons plus parler de mort et de souffrances et faire entendre au cœur de la jeunesse les douceurs de l’immortalité et de la liberté.
Il faut s’accaparer de la parole.
Il faut commencer d’abords par abolir de notre langage la phrase : « il est bon de… ».
Il faut tenter de dire : « il est juste de…» ou « il est sage de…».
Il est vain de fantasmer que la science pourra un jour nous expliquer nos rêves. Il est malheureux de laisser notre sort dans les mains des machines du hasard.
Il faut oser.
Osez se dire par exemple que notre découverte de l’Amérique, servie fraîche aux quatre coins du monde, n’est certainement pas le reflet de son miroir mais seulement une banlieue de la cité et la province du présent.
Dans cette banlieue, l’humanité s’ennuie, alors on la terrorise…

En Europe, la culture du progrès, à tout prix et à n’importe quel sacrifice, nous pousse et nous oblige parfois à rêver à un « au-delà terrestre » virtuel, alors que je voudrais voir un terrestre éternellement charnel et dense dont l’expression est le culte sincère de l’humain et de sa sagesse animale.
L’avenir, dans la personne et par la voix du poète doit ressusciter l’homme du présent. Ce n’est pas une mission de video-game, mais une promesse et un hommage à ceux qu’ils ont faits depuis toujours.
Nous nous sommes jetés vers l’avenir avec trop de fougue et d’avidité, pour pouvoir garder et regarder un passé. Le lien des temps s’est déchiré. La théorie d’Einstein a relativisé. Et nous sommes resté en mouvement sans en savoir ni la raison ni le but.
Nous avons trop vécu par le futur de nos pères, trop pensé à lui, cru en lui, nous n’avons plus la sensation d’une actualité qui se suffise à elle-même, nous avons perdu le sentiment et l’intuition du présent. Nous avons oublié que nous seuls sommes le visage de notre temps.
Et que le cor du temps sonne grâce à nous.
Depuis l’effondrement des idéaux de nos pères nous sommes sans aucune théorie de rechange. Nous mettons même un certain acharnement à ne plus en trouver. Nous sommes devenus des témoins et les télé participants, à toutes sortes de cataclysmes sociaux, scientifiques, météorologiques et autres. On essaie maladroitement de nous rattraper sans résultat.
La médiocrité quotidienne nous écrase.
Et pendant ce temps-là…
Les ingénieurs des corps et des âmes ont pris le pouvoir. Ce que le fascisme et le nazisme n’ont pas réussi à opérer, c’est-à-dire inventer un homme nouveau, la science le réalise dans un silence bienveillant teinté ici et là d’inquiétudes obscurantistes.
L’oubli de l’être buvant à la source de sa joie est plus total que jamais.
Nous savons que déjà, les idées de nos pères étaient en désaccord avec leur vie – un sacré héritage ! Ils ne nous ont même pas légué la possibilité de se révolter contre eux. Ils nous avaient déjà noyé dans la bienveillance d’un avenir qui ne nous appartient pas.
Dans quelques dizaines d’années, on nous appellera les gens du millénaire passé et rien de plus. Nous avions des hymnes et des slogans captivants qui nous parlaient du futur et tout à coups, ces phrases sorties de la dynamique du présent, se sont transformés en faits d’histoire littéraire ou, encore pire, en de simples faits divers. Comme si une époque entière avait perdu son texte, et compensait ce « trou de mémoire » par la gesticulation.
Tout notre effort a consisté à introduire de l’instabilité et du déséquilibre dans ce qui paraissait ne plus devoir bouger.
Surréalisme, music électronique, bandes dessinées, animations, art vidéo, danse contemporaine, cinéma expérimental… Nous faisons de tout bois pour affoler la logique d’un sens unifié et monolithique qui semblait être un carcan enfermant la poésie. Il fallait libérer et la vie et l’Histoire et non pas interpréter notre existence et nos rêves. Et l’on a oublié que les rêves sont avant tout des laboratoires de notre mémoire. Et que justement tout « savoir faire » poétique s’est dilué dans toutes ces tentatives.
Peut-être, en sommes nous arrivés au même point, nous, nos pères et les politiciens, où les propositions, les discours et les représentations peuvent sembler s’êtres refermés sur eux-mêmes dans la sécurité de la reproduction, voire même dans un certain confort.
En Europe, la décadence et le confort ont lassé. Maintenant que les bardes ont vieilli, leurs mots traînés aux musés et cloués sur le mur du passé, la génération actuelle se sent encore plus ruinée, plus abandonnée et plus perdue, cette génération qui n’a pas, au sens le plus authentique du mot, la parole.
Pour cela il faut être exact au rendez-vous du présent, avec légèreté et rage.
Il faut s’accaparer de la parole et l’épingler sur nos miroirs.
Il faut réintroduire la tragédie dans « la polis» et déserter la banlieue de l’être.
Il faut jubiler pour résister.
Il faut quereller avec nos maladies terminales.
Il faut périr par l’agnosie et renaître par le silence.
Il faut oser la narration de soi-même.
Osez dire par exemple :

Découvrir un virus fatal ne suffit plus,
Il se dédoublerait et défierait les airs.
Si la voix ne fait pas résonner le cœur,
À quoi sert alors l’information ?

Cloner une cellule humaine ne suffit pas,
Elle se lèverait et prendrait la route.
Si la parole ne fait pas trembler la chaire,
À quoi sert alors la biotechnologie ?

Gagner la guerre n’a jamais suffi,
Elle se débrouillerait et perdrait toutes ses batailles.
Si la joie n’est pas la source de nos combats,
À quoi sert alors la résurrection ?

Georges Salameh
Palerme mars 2006

24 December 2008 at 18:55  
Anonymous Anonymous said...

Ε ναι. απ΄ότι φαίνεται μάλλον χρειαζόμαστε ένα καινούργιο ανθρωπολογικό παράδειγμα.
Αρκετές γενιές ΄΄χαθηκαν΄΄ τους τελευταίους δυόμιση αιώνες (τουλάχιστον)αποδομώντας τις δομές τους, αλλά το έκαναν με τη μορφή πρωτοφανών σε θέαμα παγκόσμιων πολέμων. Με την ''ειρήνη'' που μας έλαχε σαν κλήρος δεν έπρεπε να ψαρώσουμε και να την καταπιούμε αμάσητη. Γιατί έτσι, όπως πια είναι φανερό, οι μόνοι που απέμειναν μεταξύ μας να ''κάνουν παιχνίδι'' δεν ήταν παρά οι φλώροι. Ποτέ δεν είναι αργά όμως, ειδικά αν σκεφτεί κανείς πως και την ιστορία ακόμα μπορεί να την γράψει κανείς στα αρχίδια του αν το μέλλον το επιτάσσει.

26 December 2008 at 23:33  

Post a Comment

Subscribe to Post Comments [Atom]

<< Home