Saturday 10 March 2012

Διεθνική ανοιχτή συνέλευση "Προσεχώς στην πόλη σας"

Monday 27 February 2012

Link, Share and Hit



Το κείμενο γράφτηκε για τον κατάλογο της έκθεσης: AFTER THE RAGE, οργάνωση: BEHOLDS

The text is available in English here.


Συμπληρώνεται ένας χρόνος σχεδόν από τον Δεκέμβρη του 2010, όταν όλος ο κόσμος, έκπληκτος - ακόμα και οι ''μεγάλες δυνάμεις''- ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο, με αυτό που λίγο αργότερα πήρε το όνομα ''Αραβικές εξεγέρσεις''. Ίσως εδώ, θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί καλύτερα ο ενικός δηλαδή η ''Αραβική εξέγερση''. Αυτό για δύο λόγους: ο πρώτος, που επιβεβαιώνεται πια σήμερα, δείχνει πως παρά τις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν τα γεγονότα στις χώρες και τις πόλεις της Αραβικής Άνοιξης, αυτό που συμβαίνει είναι μια γενική πολιτική αναταραχή, ουσιαστικά μια σειρά επαναστάσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη, ή σε ανασυγκρότηση, στο σύνολο σχεδόν του αραβικού κόσμου, ενός κόσμου, που οι παρωπίδες του οριενταλισμού στη δύση αποκαλούν ''το ισλαμικό τόξο''.

Ο άλλος λόγος, για την χρήση του ενικού και όχι του πληθυντικού, είναι ένα παλιό ουσιαστικά διακύβευμα, μια απόπειρα ιδιοποίησης μέσω της ενοποίησης, των ονομάτων που έχουν τα γεγονότα, ένα παράγωγο του τρόπου που βλέπουν αυτό που συμβαίνει όσοι τα ονομάζουν: ''The facebook revolution'' ή ''The twitter revolution''. Και σίγουρα από μια οπτική γωνία, η χρήση των ψηφιακών δικτύων, μοιάζει να είναι η μορφή ενός ιντερνετικού υπερ-δαρβινισμού, όπου οι δυνάμεις της αλλαγής που συνήθως χρειάζονται χρόνια για να εξελιχθούν, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις φαίνεται να έχουν συμπιεστεί σ΄ ένα χρονικό πλαίσιο μερικών εβδομάδων.

Αν κάποιος κάνει σήμερα μια έρευνα στη μηχανή αναζήτησης της Google, με τις λέξεις κλειδιά: facebook revolution, βρίσκεται μπροστά σε 410.000.000 σελίδες αποτελεσμάτων αναζήτησης, ενώ αντίστοιχα ο αλγόριθμος της Google βγάζει 355.000.000 σελίδες για την αντίστοιχη έρευνα με τις λέξεις twitter revolution. Εννοείται πως οι περισσότερες απ΄αυτές τις σελίδες αναφέρονται στις Αραβικές εξεγέρσεις. Παρεπμιπτόντος, μια έρευνα με τις λέξεις Russian revolution, δίνει 28.000.000 περίπου αποτελέσματα, νούμερο καθόλου ευκαταφρόνητο αλλά όχι και hype. Συνεπώς, σύμφωνα με την γνώμη της Google, αυτό που συμβαίνει στις Αραβικές χώρες, είναι μεν κάποιες δικτυωμένες επαναστάσεις όχι όμως οποιουδήποτε δικτύου, αλλά των εταιρικών δικτύων του facebook και του twitter. Έτσι, φαίνεται ταιριαστός ο σαρκασμός του καθηγητή Ulises Mejias 1, που πρότεινε να ονομαστεί η Μεξικανική επανάσταση του 1910-20 όχι από το μέσο που χρησιμοποίησε -για πρώτη φορά στην ιστορία- ο φωτογράφος Hugo Brehme, για να καταγράψει τις φρικαλεότητες του πολέμου, αλλά από το όνομα του κατασκευαστή του μέσου. Δηλαδή κάτι σαν: ''Viva Leica, cabrones! ''The Leica revolution is here''.

Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Πόσο πολύ το πολιτικό και κοινωνικό μέλλον καθώς και οι μορφές ρήξης με τον δεσποτισμό εξαρτώνται από τα κοινωνικά δίκτυα και τον χώρο του εικονικού γενικά; Ποια είναι ακριβώς η κατάσταση συγχώνευσης μεταξύ του ''πραγματικού'' και του ''εικονικού'' κόσμου και ποιος κερδίζει απ΄αυτό; Ο ιστορικός Robert Darnton 2 κάνει μια επισήμανση: ''τα θαύματα της τεχνολογίας των επικοινωνιών σήμερα, έχουν δημιουργήσει μια παραμορφωμένη συνείδηση σχετικά με το παρελθόν, μια γενική αίσθηση πως η επικοινωνία δεν έχει ιστορία, πως τίποτα σημαντικό δεν υπήρξε σχετικά πριν τις μέρες της τηλεόρασης και του διαδικτύου.'' Αν δούμε όμως μια μελέτη για τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, το Ιταλικό κίνημα των 70ς, λέει πως το 70% των μελών είχε τουλάχιστον ένα καλό φίλο ήδη μέσα στην οργάνωση. Το ίδιο ισχύει και για όσους προσχώρησαν στους mujaheddin στο Αφγανιστάν. Ακόμα και οι εξεγέρσεις που μοιάζουν αυθόρμητες, όπως οι διαμαρτυρίες στην πρώην Ανατολική Γερμανία που οδήγησαν στην πτώση του τείχους του Βερολίνου, είναι στον πυρήνα τους αποτελέσματα ισχυρών δεσμών. Το κίνημα αντίστασης αποτελείτο από μερικές εκατοντάδες ομάδες, με κάθε μια να έχει οριακά δώδεκα μέλη. Κάθε ομάδα είχε περιορισμένη επαφή με τις υπόλοιπες. Εκείνη την εποχή, μόνο 13% των ανατολικογερμανών είχαν τηλέφωνο. Όλο κι΄όλο που γνώριζαν ήταν ένα εβδομαδιαίο ραντεβού στην εκκλησία του St. Nicholas στο κέντρο της Λειψίας, για να εκφράσουν την οργή τους απέναντι στο κράτος. Και αυτό που κυρίως καθόριζε ποιος θα εμφανιζόταν στη διαμαρτυρία , ήταν ο αριθμός των φίλων που θα παρευρίσκονταν Όσο πιο πολλούς φίλους είχε κάποιος που θα πήγαιναν να ασκήσουν κριτική στο καθεστώς, τόσο πιο πιθανό ήταν να πάει και ο ίδιος.

Στην Τυνησία, η επανάσταση του γιασεμιού δεν συνέβη επειδή υπήρξε μια επίπονη, πολύχρονη, συνωμοτική διαδικασία από πριν, αλλά επειδή οι άνθρωποι διαρκώς πίεζαν το καθεστώς του Μπεν Αλί για να κερδίζουν μικρές ελευθερίες εδώ και εκεί. ''Έσπρωχναν τον τοίχο'' όπως λένε τώρα και ξαφνικά διαπίστωσαν πως ο τοίχος έπεσε. Μικρές διεκδικήσεις για μικρές ελευθερίες σε πολλούς χώρους και κοινωνικά πεδία. Έτσι έγινε. Πρέπει να ξέρουμε, πως στις χώρες του Maghreb υπάρχουν ακόμα καφενεία και κοινοί χώροι προσευχής άρα και συναθροίσεων Σε αντίθεση με τον δυτικό κόσμο που συχνά οι άνθρωποι είναι κολλημένοι πίσω από μοναχικές οθόνες κάθε είδους, άσχετα αν είναι σε κάποιο internet cafe (που σταδιακά σαν είδος κι΄αυτό εξαφανίζεται) ή σπίτι τους κάνοντας ''online socializing''. Δεν νομίζω πως θα ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς πως η ''επανάσταση του facebook'' δεν ονομάστηκε έτσι για να διαφημίσει το δίκτυο σε όσους ξεσηκώθηκαν ενάντια στις δικτατορίες, αλλά αντίθετα να πουλήσει στους δυτικούς το ''concept'' του πόσο θαυμάσια είναι αυτά τα εργαλεία κοινωνικής δικτύωσης. Κάτι περίπου σαν: έλα στο facebook και θα γίνεις κι εσύ μέρος της επανάστασης. Όποιος θυμάται τις εικόνες του άνδρα από την Υεμένη που κρατούσε ένα πλακάτ που έγραφε facebook, ή τα γκραφίτι στη Τύνιδα: ''thank you facebook'', μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει: ''σωστή τοποθέτηση εμπορικής ετικέτας''.

Ένα χρόνο μετά τις Αραβικές εξεγέρσεις, το τοπίο στα εταιρικά δίκτυα έχει εξελιχθεί. Το facebook δηλώνει με ένα όλο και πιο σαφή τρόπο στους χρήστες του, σαν σύγχρονος Λουδοβίκος 14ος, πως: le Internet c' est moi. Σ΄αυτό το σημείο πρέπει να δούμε τα Τεχνολογικά Μέσα σαν αυτό που είναι. Είναι Μέσα και εργαλεία αλλά δεν δημιουργούν κινήματα. Εξεγέρσεις και επαναστάσεις υπάρχουν στην ιστορία, ανεξάρτητα από το ποια βασικά εργαλεία διαθέτουν οι άνθρωποι στην εποχή τους, για να τυπώνουν προκηρύξεις και εφημερίδες τοίχων, όπως τον 18ο αιώνα ή να χρησιμοποιούν το διαδίκτυο στις μέρες μας. Οι άνθρωποι πάντα γνωρίζουν τη διαθέσιμη στην εποχή τους τεχνολογία για να οργανωθούν και να κινηθούν, όταν έχουν πραγματικά ένα σοβαρό λόγο για να το κάνουν. Παρόλαυτα, μια σημαντική παράμετρος σήμερα, είναι η δικτυακή διάσταση συγκρότησης της επικοινωνίας, που διευκολύνεται ιδιαιτέρως από την ριζωματική κατά βάση οργάνωση των νέων τεχνολογικών μέσων. Οπουδήποτε τυγχάνει της εξαιρετικής τύχης σήμερα, να ονομάζεται ένα καθεστώς ''δημοκρατικό'' και ταυτόχρονα να συμβαίνουν εντός του εξεγέρσεις, μπορούμε να δούμε τις ίδιες μορφές οργάνωσης να εμφανίζονται στο πεδίο των διεκδικήσεων. Με εργαλεία όπως το facebook, μπορεί ένα κίνημα να κάνει -ότι έχει να κάνει- σε μια ολόκληρη χώρα, αν όχι σε σειρά από χώρες, ενώ στο παρελθόν θα έπρεπε να ξεκινήσει από μια πόλη, να μεταφερθεί σε μια άλλη κ.ο.κ. Κάτι που θα σήμαινε πως έπρεπε να υπάρχει ένα κόμμα οδηγός που να διαθέτει οργανώσεις παντού. Συνεπώς, οι νέες τεχνολογίες διευκολύνουν πολύ τον τρόπο της οριζόντιας οργάνωσης, αλλά δεν δημιουργούν κινήματα. Δεν υπήρξε ποτέ facebook revolution στην Αραβική άνοιξη. Αλλά επίσης δεν υπήρξε και κόμμα οδηγός.

Και σ΄αυτό το σημείο επικεντρώνονται συνήθως οι διαφωνίες για τη χρήση των ιδιωτικών, εμπορικών κοινωνικών δικτύων, όσον αφορά την οργάνωση κινημάτων. Ενώ, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, αληθεύει εν μέρει, πως τα δίκτυα αυτά έχουν βοηθήσει την οργάνωση στην Τυνησία, Αίγυπτο και αλλού (όπως και στην Ελλάδα) ο ρόλος τους είναι αρκετά πιο πολύπλοκος. Όσοι τα χρησιμοποιούν θα πρέπει κατ αρχή να αναλύσουν και να σκεφτούν, αν η χρήση τους τελικά απο-πολιτικοποιεί την κατανόηση μας για τα γεγονότα και την ουσία των συγκρούσεων, μετατρέποντας σε εμπόρευμα την κοινωνία και τις εξεγέρσεις της. Τα δίκτυα, ειδικά τα μαζικά, εταιρικά δίκτυα, είναι δομές εξουσίας, σχεδιασμένες με βάση μια αρχιτεκτονική της συμμετοχής (εμείς είμαστε αυτή η συμμετοχή αλλά όχι οι αρχιτέκτονες) και αυτές οι δομές προσβλέπουν στη διατήρηση φυσικά του ελέγχου και της κατανομής της. Το facebook και το twitter δεν είναι απλά το interface με το οποίο διαδρά ο χρήστης. Όπως ο κινηματογράφος και η τηλεόραση παλιότερα, έτσι και τα δίκτυα τώρα, λειτουργούν σαν τα νέα πλαίσια παραγωγής γλωσσικών δομών. Πιο απλά, τα δίκτυα είναι σύγχρονα εργοστάσια που παράγουν επικοινωνία άρα (με λίγη ελπίδα και αισιοδοξία) και νόημα. Και όπως οι τεχνικές υποδομές καθορίζουν στα εργοστάσια τις μορφές της παραγωγής έτσι και οι γλωσσικές δομές καθορίζουν ή παρεμποδίζουν την παραγωγή νοήματος.

Επιπλέον, λόγω της ''προθυμίας'' που δείχνουν τα δίκτυα να ''φιλοξενήσουν'' και να ''πρωτοστατήσουν'' στις εξεγέρσεις, μπορεί κανείς να αναρωτηθεί κατά πόσο τελικά επιχειρούν να ξεπλύνουν το ρόλο των καπιταλιστικών ολιγαρχιών στην καταστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Στο κάτω - κάτω και στην Αίγυπτο και αλλού, τα όπλα που χρησιμοποιούνται για τους πολέμους και την καταστολή των εξεγέρσεων στα διεφθαρμένα καθεστώτα κάθε είδους, έρχονται από δυτικές, δημοκρατικές χώρες. Λέει ο Manuel Castells 3: <<όσο δεν γνωρίζουμε τις μορφές εξουσίας που εμπλέκονται στην δικτυωμένη κοινωνία, δεν μπορούμε να αδρανοποιήσουμε την άδικη άσκηση της εξουσίας. Και αν δεν ξέρουμε ποιοι είναι ακριβώς οι κάτοχοι αυτής της εξουσίας, και που να τους εντοπίσουμε, δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την κρυμμένη, αλλά τελικά καθοριστική τους κυριαρχία.>>

Οι υβριδικές πόλεις, οι πόλεις που το εικονικό και το πραγματικό συγχωνεύονται, εξαπλώνονται όλο και πιο γρήγορα, παντού. Αλλά το ίδιο συμβαίνει και με τις διεκδικήσεις, τόσο απέναντι σε δεσποτικά ''τριτοκοσμικά'' καθεστώτα, όσο και εναντίον των οικονομικών ολιγαρχιών. Μάλιστα η σύγκλιση ανάμεσα στις τελευταίες δύο κατηγορίες, όπως ο καθένας μας μπορεί να δει σήμερα στην Ελλάδα όπως και αλλού στην Ευρώπη, μπορεί να πηγαίνει ακόμα πιο γρήγορα από την επέλαση του εικονικού στο πραγματικό. Θα μπορούσε να μπει κανείς στον πειρασμό να δει σχέσεις αιτίου-αιτιατού εδώ, αλλά η κατάσταση είναι πιο επείγουσα και συχνά πιο απαιτητική από την ανάγκη που προβάλλει η ανάλυση. Ένας Αιγύπτιος μπλόγκερ, σχολίασε πως η ελευθερία στο διαδίκτυο και η ελευθερία στην πλατεία Tahrir, ήταν αντικείμενα διαφορετικής τάξης. Το ίδιο λέει πως ένοιωσε για την αλληλεγγύη και το αίσθημα του ανήκειν σε μια κοινότητα. Υπάρχει ένα αίσθημα ευθύνης που συνάδει με τη φυσική παρουσία κάποιου κάπου, που δεν υπάρχει απαραίτητα εκεί, όταν πρόκειται για online παρουσίες. Όλοι μπορούμε να κάνουμε ένα κλικ και να γινόμαστε μέλη μιας σελίδας του facebook, (ακόμα κι΄ αν αυτό δεν είναι ακίνδυνο σε κάποιες χώρες) αλλά το να είσαι με το σώμα σου σε μια πορεία, είναι μια άλλη υπόθεση. Η χρήση των εργαλείων κοινωνικής δικτύωσης λένε οι Νέγκρι και Χαρντ 4, είναι σύμπτωμα και όχι αιτίες των οργανωτικών δομών των εξεγέρσεων. Μοιάζουν να είναι οι μορφές έκφρασης του ευφυούς σύγχρονου πλήθους, που είναι ικανό να ''παίζει στα δάκτυλα΄΄τα σύγχρονα εργαλεία επικοινωνίας, με αυτονομία και ίσως κάποια στιγμή να τα στρέψει ενάντια στην αρένα, στο gamespace καθαυτό.


1.Ulises Mejias, καθηγητής Νέων Μέσων, στο OSWEGO (State University of New York)

2. Robert Darnton, Ιστορικός, διευθυντής της βιβλιοθήκης του Χάρβαρντ, ιδρυτής του Gutenberg-e program

3. Manuel Castells, καθηγητής κοινωνιολογίας, πολεοδόμος και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του European Institute of Innovation and Technology (EIT)

4. Αντόνιο Νέγκρι και Μάικλ Χαρντ, μετα-μαρξιστές πολιτικοί φιλόσοφοι, γνωστοί για την τριλογία τους, Αυτοκρατορία, Πλήθος και Κοινοπολιτεία

Labels: , , , , , ,

Sunday 19 February 2012

The Beach Beneath the Street: The Everyday Life and Glorious Times of the Situationist International


MCKENZIE WARK IN CONVERSATION WITH ILIAS MARMARAS

Published at DAPPER DAN Magazine 05

McKenzie Wark is an Australian writer whose books include A Hacker Manifesto, Gamer Theory and, most recently, The Beach Beneath the Street: The Everyday Life and Glorious Times of the Situationist International. He teaches at the New School for Social Research and Eugene Lang College in New York. Ilias Marmaras is a media artist based in Athens.

MARMARAS:
In your book on the Situationist movement, as well as across a wider perception, Guy Debord is a central figure to whom the slogan “not working” (“ne travaillez jamais”) is attributed. The irony of our times is that the systemic crisis of capitalism has created millions of unemployed people all over Western—at least—countries, and people have occupied the streets to demand employ- ment, social security, etc. At the same time, what is named by several thinkers as the “production of subjectivity” is strongly related to the exercise of biopolitical power, which in turn penetrates almost every aspect of people’s lives, especially work. One could say here that capital could apply the “not working” concept in its own favour. Is this a super détournement on the part of the ruling class that, at the end of the story, creates fear and terror in the lives of people who feel like hostages after losing their jobs? And, further, is there any possi- bility of turning the miserable situation of being unemployed into a liberating one?

WARK:
I think Debord’s slogan “Never work!” has to be understood as something like a modern version of Nietzsche’s “God is dead!” If God is dead, then the category of “man” falls apart. Likewise, without the category of “work”, its opposite reveals its inco- herence. “Leisure” or “play” only have meaning in relation to work.
Interestingly, in the overdeveloped world, the categories of work and play tend to blend into each other. Work becomes playful, but play becomes “workful”. It is no longer clear where or when value is to be extracted. If the ruling class can extract
value from everyday life as a social playground, then goodbye social factory. If people will do work of value for free, then why pay them at all? So in that sense, yes, there has been a détournement not of work, of play, in the interests of maintaining the commodity form. Play is not so clearly on the outside of work.
Still, if we’re not getting paid, then the ques- tion is how to make something out of everyday life that is indifferent to the commodity form. How to make another life? It is actually the opposite of biopower, at least in the United States. The ruling class couldn’t care less about the populations of the overdeveloped world. The classic statement of the Fordist political economy was, “What’s good for General Motors is good for the country.” These days, the slogan of our disintegrating spectacle is, “What’s good for Goldman Sachs is none of your fucking business!” Biopower is dead. This is the age of thanopower. If there’s no value to be extracted, then we can all go to hell. OK, so we will withdraw from them too! We will make another life!

MARMARAS:
Regarding the idea of “never work”, at the end of your book you suggest, “Perhaps we could add, never play! For play is becoming as co-opted as work, a mere support for the commodity form.” Now, it is true that we live in a time of the gamifi- cation of everything, From internet as playground to the gabbling economy, everything seems to be an endless gamespace, as you also mentioned in Gamer Theory. Let me tell you a story. The early Greek historian Herodotus says that Lydia, an ancient Greek city that is now situated on Turkey’s western coast, was once besieged by the Persians. The Greeks, looking for ways to appease their misery and hold their defense as long as they could, while they could not go out of the city and work in the fields or on the sea, reached the deci- sion to eat every other day. They also decided that the days when no eating was to take place would be dedicated to games. And that it was under those circumstances that many of the games we know today were invented.
So, could we think that play tactics, similar to the ones Situationists were using in their time, could be reinvented today and applied as a means of defense, considering the majority of people are besieged by power structures that oblige them to live in a status of hunger, literally and meta- phorically? Could global movements become more playful?

WARK:
In the social movements of the 1960s, play appeared to have a critical force, in part because of an innocence that was imputed to it. This play was naïve, childlike, even childish. That kind of play got co-opted for the production of value. It was subsumed into the commodity form.
But play does not have to have just this naïve, romantic aspect. Play can also be canny, cunning, a matter of strategy and tactics. It can assess situ- ations but not reduce them entirely to calculation. That, I think, is the kind of play that can have its uses. In The Beach Beneath the Street I was writing about tactics of this kind that the Situationists— and not just Debord—invented in the 1950s and ’60s. But these are not those times. The book is about examples of playforms invented under partic- ular historical circumstances. Not so they can be imitated, but rather, so we can learn how to make new playforms under different historical circum- stances. We are in an age of inventing new aesthetic practices directly within the everyday.

MARMARAS:
A major issue for the period of the Situationists, for Henri Lefebvre and later Michel de Certeau, was the idea of “everyday life”. Putting aside their different perspectives on the everyday—as a “moment”, a “situation” or a “critique”—they were all referring to this concept, and during a period when the distinction between analogue and digital was nonexistent simply because the latter was not yet there. Nowadays, the fusion of the “real” and the “virtual” creates a hybrid space and time to live in, and sometimes gives the impression of living in constant flux, or sometimes an endless immobility. Our “everyday life”, for those who are connected, travels at the speed of light and yet goes nowhere. How useful today can the concepts of the past be? What does “everyday” mean while living a screen life?

WARK:
The technical form of spectacle was different in Lefebvre and Debord’s time, but they were already talking about the continuum of everyday, meaning life on the street, and everyday, meaning life enclosed in some sort of mediated bubble. Perhaps we have not advanced all that far. Both Lefebvre and Constant, whom I also write about in The Beach Beneath the Street, were very interested in “cyber- netics”. In different ways, they anticipated where we are today.
Lefebvre thought communication could be divided into three broad bands: code, sign and symbol. Code is digital, a means of control, and he saw that it was advancing into the everyday. He saw that this was more important than the terrain of the sign that so fascinated the semioticians of his time, like Roland Barthes. Language-like signs were interesting but not the main development. The main thing was codification, the coming of what you call the “hybrid space”, where code meets the everyday, and which he saw as the ideological basis of main- stream social science of the postwar period, like rational choice theory. Social science had started to think that everyday life had been completely subsumed into a gamespace of code.

The counter-tactic Lefebvre advocated was to stake out the terrain of symbol. Symbols are not like signs. Their meaning comes from the past and is not produced by the context in which they are used, as signs are. He thought the avant-garde had to advance onto the terrain of the symbol and reani- mate the romantic counter-symbols to the emerging classical order. This is exactly what he saw the Situationists had done in opposing Corbusier’s classically inspired, supposedly “modern” tower blocks, with their art of the dérive, the drift, psychogeography and unitary urbanism. Lefebvre correctly saw that there was something mythic in all of this, a deep working on the underlying symbols within everyday life at a time when everyday life was being invested—in every sense—with code.

Constant [Nieuwenhuys] took another tack. How could code, which is about logic and control, also open up a domain for free play? He did it with a kind of conceptual architecture. He called it New Babylon, and it existed as models, drawings and texts about a utopian urban planning project, but it was much more than that. It’s a kind of concep- tual architecture. In New Babylon, the factories are underground, the surface of the earth is for trans- port, and we all live in “superstructures” up above. Labour is fully automated. There’s nothing to do but play.

This is already a critique of Europe and America in these overdeveloped times, right? Code allows the production and distribution of things to be auto- mated. That’s control. But that control produces a surplus which abolishes the struggle over scar- city. There’s nothing left to do but play. We get glimpses of this in everyday life. When you and your friends have a day off and there’s food and wine, and nothing to do but invent the good life. Well, for Constant, that’s a product, in part, of code as control, but it also enables this other side. How can that other side prevail? That’s his question. Can we separate the control of objects by code from the free play of subjects? This strikes me as still a visionary project.

MARMARAS:
One thing that remains unclear regarding the Situationists is the issue of violence in respect to political struggles and social claims. What was their position towards violence—if at the end they had any clear position?

WARK:
They were interested in the glamour of the clandes- tine. They weren’t afraid of a certain organisational rigour. They were on the barricades in May ’68. But beyond that, they were not interested in violence. Violence is anathema to the kind of direct democ- racy they practiced, however imperfectly.
Debord advanced the thesis, very early, that the Red Brigades in Italy had been infiltrated by agents of the state. It turns out he was not entirely wrong. Maybe it’s a sort of categorical imperative: if a tactic can’t be generalised to the point that every- body can do it, then it belongs to hierarchy and ought to be opposed.

The Situationists were consistent critics of the Stalinists, the Trotskyites and the Maoists. They would have treated recent attempts to resusci- tate the “idea” of communism with the contempt it deserves. The fatal mistake is the formation of vanguards that claim to “represent” the people and act on its behalf, whether with violence or—much the same thing, only more boring—bureaucracy.

They pose a very, very contemporary question for us, not least in the context of Tahrir Square and Occupy Wall Street: how can flat, “horizontal” movements nevertheless have organisational form? What is non-hierarchical communication that can nevertheless resist being reduced to chatter and noise? Their greatness was always in asking very far-sighted questions about form.

MARMARAS:
In the period of the Situationists, the means of political struggle were “played” on a polarised field defined by big ideologies. Debord, in The Society of the Spectacle, and the Situationists in general, by showing the rules and mechanisms of the produc- tion of the spectacle, tried to move the critique from the sterile political vocabulary of the period toward the upcoming field of struggle, the cultural sphere. That explains their involvement in the art scene and their engagement with it, at least to a point. They were right because today, struggles have—more or less, depending on the countries and the cities—a clear cultural character.

I will use an actual para-digm: the Occupy movement and the Indignados are not subjects of critique based on their political thesis, but on their aesthetic. In other words, they are criticised on the way they set up their camps, how they are dressed, how they behave and so on. Does this mean that the cultural sphere in which the Situationists found a new space for struggle is now over? Does a movement need today to rein- vent a political vocabulary and a social stance that goes beyond art, culture, modes of behavior; in other words, all those images of sublime consump- tion? Does the movement need to “détourner” the Situationists?

WARK:
Well, the “secret” title of The Beach Beneath the Street should be Détourn This!. A bit like Abbie Hoffman’s Steal This Book!. It’s not about being a “Situationist” in the 21st century—although there are people who claim they are—but of plagiarising from them and correcting their tactics, “in the direc- tion of hope”, as Lautréamont would say.
I thought a few years ago that they needed to be made available again, in a new way, as a resource for inventing new tactics, and as it happens, that hunch turned out to be not entirely without value. Their concentration on the aesthetics of struggle seems helpful now. In the US at least, it is no acci- dent that the Occupy movement sprang at least in part from a milieu in which the Situationists have been studied closely.

But there’s a sense in which the Situationists diverge from the “cultural turn”. One way of thinking about their project, for all its internal differences, is as an attempt to found a theory and practice of aesthetic economy. Or, rather: if Marxism is a critique of political economy, and not a philosophy, then what the Situationists attempt is a critique of aesthetic economy; again, not a philosophy. What was once “the political” has been subsumed into the spectacle. Power takes an aesthetic form and has to be understood as such and confronted as such. But where we say “aesthetic”, one should think not of images but of forms. Forms of life.

Of course philosophers became obsessed with “the political” after May ’68, and it’s a fetish that persists. Well, the owl of Minerva flies at dusk. It becomes something philosophy can perceive precisely because it has passed away. Of course, power exists, exploitation exists, oppression exists, inequality exists, the spectacle exists. But politics? Whatever goes in the place of politics has to be reinvented. The site of its reinvention isn’t concep- tual: it’s not about “the political”. It’s about politics in the everyday sense. We have to reinvent forms of horizontal organisation, communication, decision, solidarity, in a word, collective being.

What is remarkable, in the United States at least, is that no matter how much the spectacle tried to attack Occupy Wall Street as smelly hippies in stupid clothes, in its first phase at least it attracted enormous public support. As the Situationists used to say, “Our ideas are on everybody’s minds.” In everyday life, people get it. They get that politics is just spectacle, and that the occupation is a kind of negative action, which shows, by doing some- thing, what the gap is between the appearance of a “politics” in the spectacle and what an actual form of popular organisation and communication might look like.

It turns out that such questions of form after poli- tics are something on which the Situationists have a lot to offer, and not just Debord. Asger Jorn was asking about the aesthetic as the practice of form- making of a whole people, a kind of popular and yet also critical practice of formal invention. Michèle Bernstein was already asking what happens to love and sex in situations where we try to live outside the idea of being each other’s property. Jacqueline de Jong was trying to put together forms of trans- national communication about how the aesthetic could offer an alternative library of forms, outside the sanctioned canon of both architectural and social “orders”. In short, there’s no shortage of resources to draw upon in the Situationist legacy, with which, as Rimbaud said, to “change life”.

Of course, the Situationists themselves got absorbed into art and fashion and all that. But the thing about recuperation into the spectacle is that it is always reversible. The spectacle plagiarises the forms invented in everyday life and returns them to us in commodity form. It takes love and play and adventure and returns them as shoes and pants and haircuts. It’s just a matter of repossessing our power of invention of forms, and forming a life of invention outside of the commodity form and its spectacular shadow.

Labels: , , ,

Wednesday 15 February 2012

An absolute refusal? Notes on the 12 February demonstration in Athens


An absolute refusal? Notes on the 12 February demonstration in Athens

by PAVLOS HATZOPOULOS, ILIAS MARMARAS and DIMITRIS PARSANOGLOU

1. The 12th February demonstration in Athens, consolidated, what is becoming clearer in the past weeks: a growing majority of the Greek people support the refusal of the memorandum no.2 no matter what. In spite of the fear mongering spread by the pro-memorandum forces that a negative parliamentary vote would entail an immediate euro exit and the ensuing Africanisation of Greece, the popular support for the new EU-ECB-IMF loans and the correlated austerity measures is waning significantly. The formal political debate is increasingly based on a politics of fear: the government’s and mainstream media’s principal argumentation is stripped, on the one hand, to the bare threat of what a disorderly Greek bankruptcy would entail -invoking often assumed similarities with Greece’s plight during the World War II occupation by German and Italian troops- with basic food and medicine shortages and a lack of basic public amenities like gas, heating, electricity; on the other hand even mainstream media cannot but be critical vis-à-vis the most dismantling provisions of the memorandum no.2 for any sign of consensual legitimacy, such as the automatic decrease by 22% of minimum wages, the content and scope of collective bargaining and so on, insisting however ‘in the final analysis’ that the dilemma posed leaves only one choice.

In the current conditions, the growing impoverishment of the wider population and the collapse of state welfare structures makes this line of argumentation less and less effective. In the everyday lived experience of the wider population the spectre of destitution and the destruction of universal public services and amenities is embodied as a direct result of the austerity policies. The massive refusal of the memorandum no.2 tends thus to becoming absolute: it is consolidated beyond and besides any types of rationalisations of existing or future formal policies and calls for new beginnings that the government and financial interests can articulate. In the coming critical period, the site of openness in the political sphere relates to the struggles over what forms this absolute refusal might take and what type of political actions can be constructed around it.

The social composition of the massive absolute refusal of the memorandum no. 2 crosses existing societal divisions and categorisations and reflects its informal and fluid character. The demonstrations in Greece include more and more actors with different social backgrounds, different political aspirations, and different desires for mostly non-representable futures. Apart from the material outcomes that successive austerity plans produce, mainly the violent downgrading of large parts of the late middle class, a strife against injustice is drowning by numbers the whole society regardless previous political affiliations. In addition, demonstrations in Greece more and more seem to escalate, precisely when they are less organised and when they are not called by formal political organisations.

Although, a 3 day call for action (February 10 to 12) was set against the parliamentary vote of the memorandum no.2, during the first two days that coincided with a 48 hour strike supported by all the trade unions, the turnout was unexpectedly low, the protests pursued the usual tactic of marching towards the parliament grouped largely in political blocs and ended relatively quickly. On Sunday, February 12, when there was no strike, no precise formal call for action and no foreseen march itinerary at all the participation in the protest became unprecedented. Everyone just knew that from afternoon onwards people should go to Syntagma square, outside the Parliament. Most of the participants just walked from different parts of the city joining the demonstrations in small groups of friends, at random with people they met on their way to Syntagma, in neighbourhood associations, in neighbourhood assemblies that have been formed the past 6 months throughout Greece. There was no starting point of the ‘demonstration’, but only destination. People were trying to reach Syntagma many hours after the demonstration was supposed to have started, most were intermittently leaving the tear-gased areas to catch their breath and returning after a while. Even some political groups that managed to form a few blocs of demonstrators near the parliament dissolved soon after the first rounds of teargas were fired by the police as early as 5pm.

The only political group that retained its cohesive character and tactics during the course of February 12 was the Greek Communist Party (KKE), whose activists remained largely outside of the geographical scope of the demonstration, on the outskirts of central Athens trying to avoid any mingling with the rest.

2. The police tactics during the 12th February demonstration, were primarily aiming to deface the mediamatic image of this consolidated mass refusal of the memorandum no. 2 by evacuating the square ‘by any means necessary’. It was as if the whole crackdown of the demonstration unfolded around interrupting a panoramic visual representation of the mass of demonstrators and of course avoid any unpredicted shortcomings that could hinder the parliamentary procedure. Therefore, the principal concern of the Greek police was to prevent the demonstrators from gathering in one unified body of people tear-gassing massively all areas around Syntagma square, even before the beginning of the protest. As a result of this tactic, a large -quite possibly the largest- number of demonstrators never managed to reach Syntagma square and wandered around side streets, engaging in street battles against the police or trying to avoid them. This prevention of the emergence of a centralised mediamatic image depicting the mass refusal of the memorandum no.2 was quasi-celebrated by mainstream media and the government precisely as it enabled them to avoid to visually represent, address, or respond to the mass character of the demonstration. At the same time, however, it expressed their apprehension: the realisation that their usual formal reaction to these types of political conditions is becoming null, that they can no longer appeal to a supposed silent majority supporting them and so on.

The widespread rioting during the night of 12th February was also a result of this police tactic. The difficulties faced by police forces in dispersing the demonstrators as far away as possible from Syntagma square, when their primary desire was to return there every time they were pushed back. The dispersion of rioting in the wider city centre of Athens in the 12th of February is also related to the radicalisation of wider groups of demonstrators and the unexpected participation of certain social groups experienced in street battles against the police. In an unprecedented action, for instance, the principal football fan clubs in Greece, along with youngsters from other clubs, joined the 12th February demonstrations in a united fashion, setting aside club differences.

3. Through the absolute refusal of the memorandum no.2, an impossible situation is emerging for formal Greek parliamentary politics, particularly for governmental politics. The formal political solution: parliamentary elections cannot be easily pursued by the government coalition, even if the conservative partner in the coalition (Nea Dimokratia) insists on asking elections ‘just after the state of emergency’ is overcome. This because the result of these elections will probably make it impossible to put in place a pro-memorandum government, regardless of what type of electoral system will be chosen. The movement of absolute refusal will tend, in this way, to push Greek formal politics to or even beyond their limit.

This movement of absolute refusal is emerging out of the exceptional material circumstances of crisis contagion and catastrophe. But the most fearful for parliamentary politics development-factor that emerges as a mute – therefore unpredictable – monster is that catastrophe can be pursued, produced and imposed by a frenzy multitude that feels it has nothing to lose apart from the joy of destruction. Although, similarities and connections to the December 2008 revolt might seem evident, there is no necessarily linear or evolutionary process that connects the two, apart from the cumulative experience that has moved everyone a step towards radicalisation in thought and in practice. It is true that this growing radicalisation of more and more larger segments of Greek society hasn’t produced in these past 3 years any permanent democratic structures for organising or for articulating political struggles. The critical political question, however, might not necessarily be how to create these structures in the Greek context, but how to immediately transpose them in their fitting European setting, to think on how will this movement spread like contagion from one country to the next, from one urban context to another. In other words, how this absolute refusal will be internationalised in a continent that already lives its future through the lenses of a fist of experimental animals.

Labels: ,

Saturday 4 February 2012

Θέατρο ΕΜΠΡΟΣ, ενημέρωση- συζήτηση για την ACTA με παράλληλο ψηφιακό ανταλλακτικό παζάρι


Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου στις 7 το απόγευμα στο ΕΜΠΡΟΣ ενημέρωση- συζήτηση για την ACTA με παράλληλο ψηφιακό ανταλλακτικό παζάρι .

Η ACTA (Anti-Counterfeiting Trade Agreement) είναι μια εμπορική συμφωνία μεταξύ πολλών χωρών, που συστήθηκε αρχικά με στόχο την αντιμετώπιση της διακίνησης των πλαστών προιόντων και την ενίσχυση του copyright. Την συμφωνία συνέστησαν το 2010 η ΗΠΑ και η Ιαπωνία, και στη συνέχεια την υπέγραψαν ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Ν. Κορέα, το Μαρόκο, η Νέα Ζηλανδία και η Σιγκαπούρη. Τον Ιανουάριο του 2011, η Ευρωπαική Επιτροπή ανέλαβε επικεφαλής των διαπραγματεύσεων, με μη εκλεγμένους αντιπροσώπους, από 22 χώρες μέλη της Ευρωπαικής Ένωσης. Οι χώρες που συμφώνησαν να υιοθετήσουν την ACTA είναι οι Ελλάδα, Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Τσεχία, Δανία, Φινλανδία, Γαλλία, Ουγγαρία, Ιρλανδία, Ιταλία, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβενία, Ισπανία και Σουηδία.


Η ACTA όσον αφορά το διαδίκτυο, ουσιαστικά καθιστά τους παρόχους (ISP) αποκλειστικά υπεύθυνους για τις παραβάσεις πνευματικών δικαιωμάτων που ενδεχομένως συμβαίνουν στο δίκτυο τους. Προκειμένου να μην βρεθούν κατηγορούμενοι, οι πάροχοι θα χρησιμοποιήσουν συστήματα παρακολούθησης των ιντερνετικών διαδρομών των χρηστών τους. Με άλλα λόγια αστυνόμευση του διαδικτύου.
Από την αρχή, το βασικό πρόβλημα αυτής της συμφωνίας, είναι πως όλες οι διαπραγματεύσεις έγιναν μυστικά, κρατώντας τους χρήστες και τους κοινωνικούς φορείς εκτός του τραπεζιού.

Παρόλαυτα, η ACTA δεν είναι τελειωμένη υπόθεση. Τον Ιούνιο θα τεθεί για ψήφισμα και επικύρωση στο Ευρωκοινοβούλιο, και συνεπώς οι αντιδράσεις του κόσμου μπορεί και να την ματαιώσουν, όπως έδειξε πρόσφατα η αντίστοιχη συμφωνία SOPA/PIPA που αφορούσε τις ΗΠΑ και ανακλήθηκε-έστω και προσωρινά- μετά τις αντιδράσεις των πολιτών.
Η κίνηση κατοίκων Ψυρρή διοργανώνει την Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου στο θέατρο Εμπρός, Ρήγα Παλαμήδη 2, Ψυρρή, στις 7 το απόγευμα, στα πλαίσια μιας σειρά ς συζητήσεων για τα κοινωνικά αγαθά , ενημέρωση-συζήτηση για την ACTA με παράλληλο ψηφιακό ανταλλακτικό παζάρι. Όποιοι επιθυμούν ας φέρουν μαζί τους στικάκια , CD , DVD με ταινίες, μουσική κ.τλ για ανταλλαγή. Θα σερβίρεται κρασί. 



Κίνηση κατοίκων Ψυρρή

Labels: , ,

Monday 23 January 2012

The Game of Poverty





Poverty seems to follow man unwaveringly. Since his early days until today and, despite his bright conquests in experience and in science, he continues to form societies that are unjust, aggressive and fragmented.

We discover that the basic, deepest goal of man is to amass an abundance of wealth at the expense of his fellow man. We discover that at the carefully staged and carried out rivalries produced by Religion, Politics and Economy, in a word, by any type of power, there are, always, a few gorged winners and countless hungry losers. We discover that it is not the natural game of survival that defines us, but a sophisticated game of exploitation and, in the end, of misery.

In our times, repeatedly and in all the more alarming frequency, we see the word crisis coming up. Crisis means poverty. The distinctive face of poverty comes again to remind us of Man.

The economic policy aiming at the well-being of the one or of the many has become a profit-seeking enterprise at the expense of the one or of the many. The mutation of survival into exploitation has brought about the mutation of economy into gambling. And since, nowadays, when we say society, we mean a global society, global is the crisis and global is the poverty.

The distance has been eliminated, our vision has been sharpened and we can see our poor brother at the far corner of the earth.

Even the -until recently- powerful, strong, Chosen West is experiencing in a tragic way the consequences of power games, of the game of poverty.

In these times of utter destabilization of lives and possibilities, we are witnessing, in our own poor "neighbourhood" of Europe, the transformation of what started off as a vision and a chance for growth into an agony, a question mark and, finally, a decline. The very foundations of European collaboration are wobbling; the dynamics of the common currency seem to be fizzling out. The European Union doubts its own self.

Amidst this frame context of finance fashion, we have forgotten the meaning of primary needs. And so we, all, poor players, found ourselves betting on who is to crumble down and who is to remain standing.

In this background of generalized concern for the future of modern man, of the generalized concern for the future of modern Europe, Ilias Marmaras and Dimitris Daldakis present the video documentary 'The Game of Poverty'.

Dimitris Daldakis, 16/01/2012


Η φτώχεια φαίνεται να ακολουθεί επίμονα τον άνθρωπο. Από τις πρώτες μέρες του μέχρι και σήμερα και, παρά τις φωτεινές κατακτήσεις του σε εμπειρίες και σε επιστήμες, δεν παύει να σχηματίζει κοινωνίες άδικες, επιθετικές, κατακερματισμένες.

Ανακαλύπτουμε ότι η βασική, η βαθύτερη επιδίωξη του ανθρώπου είναι ο πλουτισμός του σε βάρος του συνανθρώπού του. Ανακαλύπτουμε ότι στις προσεκτικά σκηνοθετημένες αναμετρήσεις που προσφέρουν θρησκεία, πολιτική και οικονομία, με μια λέξη, η όποιου τύπου εξουσία, υπάρχουν ελάχιστοι νικητές χορτάτοι και αμέτρητοι ηττημένοι πεινασμένοι. Ανακαλύπτουμε ότι δεν μας ορίζει ένα φυσικό παιχνίδι επιβίωσης αλλά ένα μελετημένο παιχνίδι εκμετάλλευσης και τελικά, εξαθλίωσης.

Στις μέρες μας, ακούμε να επαναλαμβάνεται με ανησυχητικούς ρυθμούς η λέξη κρίση. Κρίση σημαίνει φτώχεια. Το τόσο χαρακτηριστικό πρόσωπο της φτώχειας έρχεται πάλι για να θυμίσει τον άνθρωπο.

Η οικονομική πολιτική που έχει ως στόχο την ευημερία της μονάδας ή του συνόλου έγινε κερδοσκοπική επιχείρηση σε βάρος της μονάδας ή του συνόλου. Η μετάλλαξη της επιβίωσης σε εκμετάλλευση έφερε και τη μετάλλαξη της οικονομίας σε τζόγο. Και επειδή κοινωνία μας λέγεται πια η παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, έχουμε παγκόσμια την κρίση και παγκόσμια τη φτώχεια.

Οι αποστάσεις σβήστηκαν, η όραση έγινε οξύτερη και βλέπουμε τον αδελφό φτωχό μας στην άλλη άκρη της γης.

Ακόμα και η μέχρι πρότινος ισχυρή, τυχερή, εκλεκτή Δύση βιώνει με τραγικό τρόπο τις συνέπειες των παιχνιδιών της εξουσίας, του παιχνιδιού της φτώχειας.

Μέσα στο κλίμα της πλήρους αποσταθεροποίησης ζωών και δυνατοτήτων, βλέπουμε στη δικιά μας φτωχή ‘γειτονιά’ της Ευρώπης κάτι που ξεκίνησε σαν όραμα και ευκαιρία ανάπτυξης να καταλήγει σε αγωνία, σε ερωτηματικό, σε βύθιση. Τα θεμέλια της ευρωπαικής συνεργασίας κλονίζονται, η δυναμική του κοινού νομίσματος δείχνει να ξεθυμαίνει. Η Ευρωπαική Ένωση αμφισβητεί, σήμερα, τον ίδιο τον εαυτό της.

Μέσα στο κλίμα που καλλιέργησε η χρηματοπιστωτική μόδα ξεχάσαμε τι σημαίνει πρωτοπαραγωγική ανάγκη. Και βρεθήκαμε, όλοι, φτωχοί παίχτες να ποντάρουμε για το ποιος θα σωριαστεί και ποιος θα μείνει όρθιος.

Μέσα στο πλαίσιο της γενικής ανησυχίας για το μέλλον του σύγχρονου ανθρώπου, της γενικής ανησυχίας για το μέλλον της σύγχρονης Ευρώπης, ο Ηλίας Μαρμαράς και ο Δημήτρης Δαλδάκης παρουσιάζουν το ντοκιμαντέρ 'Το Παιχνίδι της Φτώχειας'.

Δημήτρης Δαλδάκης, 16/01/2012

Labels:

Saturday 14 January 2012

“Αυτονομία, Εργασία και η Πολιτική Οικονομία των Κοινωνικών Μέσων”



Δελτίο Τύπου:
“Αυτονομία, Εργασία και η Πολιτική Οικονομία των Κοινωνικών Μέσων”
Θέατρο Εμπρός
, Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012, 
 19.00

Το Εργαστήριο Σπουδών Φύλου του τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου διοργανώνει στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού ερευνητικού προγράμματος MIG@NET εκδήλωση με τίτλο: «Αυτονομία, Εργασία, και η Πολιτική Οικονομία των Κοινωνικών Μέσων».

Καλεσμένοι ομιλητές είναι η Tiziana Terranova, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στην Κοινωνιολογία της Επικοινωνίας στο Τμήμα Αμερικανικών Σπουδών, Πολιτιστικών και Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου της Νάπολης «L’Orientale» και ο Dmytri Kleiner, προγραμματιστής, καλλιτέχνης και ιδρυτής της ομάδας Telekommunisten από το Βερολίνο.

Τα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα φαίνεται να συντελούν αποφασιστικά στην διαμόρφωση νέων στρατηγικών για την παραγωγή κεφαλαίου και αξίας. Με ποιό τρόπο όμως οι νέες αυτές οι στρατηγικές εμπλέκουν την εργασία των χρηστών; Είναι σωστός ο όρος εργασία όταν αφορά στην παραγωγή αξίας σε κοινωνικές πλατφόρμες; Σε τι ακριβώς βασίζεται η εργασία σήμερα (πχ. στην προσοχή, την κοινωνικότητα των χρηστών;) και τι είναι αυτό που παράγεται; 
Η Τiziana Terranova, συγγραφέας του “Network Culture: politics for the information age”, θα απαντήσει στα ερωτήματα αυτά επιδιώκοντας να ορίσει τη σημασία της εξόδου από την εκμετάλλευση και την αποξένωση προς την αυτονομία σε εποχές κρίσης.



Ο Dmytri Kleiner, ο οποίος αναπτύσσει λογισμικά που εστιάζουν στην πολιτική οικονομία του διαδικτύου και στη δυνατότητα αυτο-οργάνωσης της παραγωγής θα παρουσιάσει μια επισκόπηση της σχέσης δικτύων και τρόπων παραγωγής. Χρησιμοποιώντας παραδείγματα από την ιστορία των διαδικτυακών εφαρμογών, θα αναφερθεί στις διαφορές των ομότιμων δικτύων και των εταιρικών κεντρικοποιημένων υπηρεσιών τύπου Facebook ή Twitter. Με αφορμή το πρόσφατο “Telekommunist Manifesto” που έγραψε ο ίδιος, θα μιλήσει στο κοινό για την ασυμβατότητα του καπιταλισμού με τα ελεύθερα δίκτυα.
Οι ομιλίες θα γίνουν στα Αγγλικά και θα ακολουθήσει συζήτηση.

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012 , 7:00μμ.
Θέατρο Εμπρός, Ρήγα Παλλαμήδου 2, Ψυρρή

Περισσότερες Πληροφορίες: http://www.mignetproject.eu/?p=502 
τηλ: 210 9210177
email: panteion@mignetproject.eu , genderpanteion@gmail.com

URL: http://www.mignetproject.eu/



Center for Gender Studies of the Department of Social Policy of Panteion University and the European research project MIG@NET invite you to the event titled: «Autonomy, Labour, and the Political Economy of Social Media». Presentations by:

Tiziana Terranova - Becoming autonomous? Labour and the political economy of digital social media

Dmytri Kleiner – P2P Communism vs Client-Server Capitalism


on Thursday 19 January 2012 at 7:00 pm

at Empros Theater, 2 Riga Palamidi Street, Psirri



Tiziana Terranova lectures and researches cultural studies and new media at the Università degli Studi di Napoli ‘L’Orientale’ in the Department of Human and Social Sciences. She is the author of Network Culture: politics for the information age (Pluto Press 2004). She is currently working on a book on neoliberalism and the Internet.

Dmytri Kleiner is a member of Telekommunisten and develops miscommunication technologies, including deadSwap, Thimbl and R15N, He is author of the Telekommunist Manifesto. He can be followed at http://dmytri.info.

The event will be held in English.

Labels: , , ,

Saturday 22 October 2011

Letter 32: To the most noble and learned Henry Oldenburg, from Baruch de Spinoza


Ένα απόσπασμα από την επιστολή 32 , του Baruch Spinoza στον Henry Oldenburg, γραμμένη στις 20 Νοεμβρίου, 1665. Η επιστολή, αφορά σε εξηγήσεις σχετικά με τις έννοιες των μερών και του συνόλου. Η μετάφραση μου είναι λίγο βιαστική αλλά δεν προδίδει το πρωτότυπο. (Η έμφαση σε κάποια σημεία δικιά μου)

<<Λέγοντας συνοχή των μερών απλά εννοώ πως, οι νόμοι της Φύσης που αφορούν ένα μέρος, το προσαρμόζουν στους νόμους της Φύσης που αφορούν ένα άλλο μέρος, με τόσο σοφό τρόπο ώστε να υπάρχει η λιγότερη δυνατή αντίθεση μεταξύ τους. Σχετικά με το ερώτημα για το σύνολο και τα μέρη, θεωρώ τα πράγματα σαν μέρη ενός συνόλου μέχρι του βαθμού που οι Φύσεις τους προσαρμόζονται μεταξύ τους, ώστε να βρίσκονται στην εγγύτερη συμφωνία. Στο βαθμό που διαφέρουν μεταξύ τους (τα μέρη), σε αντίστοιχο βαθμό το καθένα απ΄αυτά, σχηματίζει στο νου μας μια ξεχωριστή ιδέα (γι΄αυτά) και γι΄αυτό θεωρείται (καθένα) σαν σύνολο κι όχι σαν μέρος.

Για παράδειγμα, όταν οι κινήσεις των μορίων της λέμφου, της λύμφου κ.τ.λ προσαρμόζονται μεταξύ τους σύμφωνα με το μέγεθος και το σχήμα, έτσι ώστε να είναι εντελώς σύμφωνα το ένα με το άλλο και να σχηματίσουν όλα μαζί ένα ενιαίο υγρό, σ΄αυτό το βαθμό μόνο η λέμφος, η λύμφος κτλ, θεωρούνται σαν μέρη του αίματος. Αλλά στο βαθμό που εννοούμε τα μόρια της λέμφου σαν διαφορετικά από τα αντίστοιχα της λύμφου, σε σχέση με το σχήμα και την κίνηση, σ΄αυτό τον βαθμό τις βλέπουμε σαν σύνολα και όχι σαν μέρη.

Τώρα ας φανταστούμε, αν έχετε την ευχαρίστηση, ένα λεπτό σκουλήκι που ζει μέσα στο αίμα, ικανό να διακρίνει με την όραση τα μόρια του αίματος- λύμφο, κτλ- και με ευφυή τρόπο να παρατηρεί, πως κάθε μόριο, όταν συγκρούεται με ένα άλλο, ή αναπηδά ή του μεταδίδει σε ένα βαθμό την κίνηση του, και ούτω καθ΄εξής. Αυτό το σκουλήκι θα ζούσε στο αίμα, όπως εμείς ζούμε στο δικό μας μέρος του σύμπαντος, και θα έβλεπε κάθε ατομικό στοιχείο του αίματος σαν σύνολο, όχι σαν μέρος, και δεν θα είχε ιδέα με ποιο τρόπο όλα τα μέρη ελέγχονται από την συνολική Φύση του αίματος και υποχρεώνονται σε αμοιβαία προσαρμογή, όπως η κυρίαρχη Φύση του αίματος απαιτεί, ώστε να συμφωνούν μεταξύ τους με έναν οριστικό τρόπο. Έτσι, αν φανταστούμε πως δεν υπάρχουν αιτίες έξω από το αίμα που θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν νέες κινήσεις στο αίμα, ούτε τόπος εκτός του αίματος, ούτε άλλα σώματα στα οποία τα μέρη του αίματος θα μπορούσαν να μεταφέρουν τις κινήσεις τους, είναι πέρα κάθε αμφιβολίας πως το αίμα θα παρέμενε αόριστα στην παρούσα του κατάσταση και τα μέρη του δεν θα υφίσταντο άλλες αλλαγές από αυτές που μπορούν να γίνουν αντιληπτές σαν τα αποτελέσματα της υπάρχουσας σχέσης μεταξύ των κινήσεων του αίματος και της λύμφης, της λέμφου, κτλ.

Και γι΄αυτό το αίμα θα γινόταν πάντα αντιληπτό σαν σύνολο και όχι σαν μέρος. Αλλά εφόσον υπάρχουν πολλές άλλες αιτίες, οι οποίες οριστικά μορφοποιούν τους νόμους που διέπουν τη Φύση του αίματος και αμοιβαία τροποποιούνται από το αίμα, συνεπάγεται πως προκύπτουν στο αίμα άλλες κινήσεις και άλλες αλλαγές, αποτέλεσμα όχι μόνο των αμοιβαίων σχέσεων που διέπουν τα μόρια του, αλλά από την σχέση μεταξύ της κίνησης του αίματος από τη μια πλευρά και από τους εξωτερικούς παράγοντες από την άλλη. Από αυτήν την προοπτική το αίμα λογίζεται σαν μέρος και όχι σαν σύνολο. Αυτά σχετικά με την ερώτηση πάνω στο συνολικό και στο μερικό.

Τώρα, όλα τα σώματα στη Φύση, μπορούν και θα έπρεπε να γίνουν αντιληπτά με τον ίδιο τρόπο που έχουμε ήδη αντιληφθεί το αίμα: γιατί όλα τα σώματα περιβάλονται από άλλα και είναι αμοιβαίως ορισμένα να υπάρχουν και να δρουν με ένα προσδιορισμένο και συγκεκριμένο τρόπο, τα διέπει ο ίδιος λόγος (ratio), από την κίνηση στην παύση, που διατηρείται εντός τους συνολικά, και αυτό τελικά, αφορά όλο το σύμπαν θεωρούμενο σαν σύνολο. Ως εκ τούτου, συνεπάγεται πως κάθε σώμα, στο βαθμό που υπάρχει τροποποιημένο με ένα συγκεκριμένο τρόπο, πρέπει να θεωρηθεί ως μέρος του σύμπαντος, και να συμφωνεί με το όλον έχοντας συνοχή με τα άλλα μέρη. Τώρα, μιας και η συμπαντική Φύση, αντίθετα από την Φύση του αίματος, δεν είναι περιορισμένη, αλλά άπειρη, τα μέρη της ελέγχονται απο την Φύση αυτής της άπειρης δυναμης με άπειρους τρόπους, και υποχρεώνονται να υφίστανται ατελείωτες παραλλαγές. Παρόλαυτα, αντιλαμβάνομαι πως σε σχέση με την Ουσία, κάθε ατομικό μέρος διατηρεί μια οικεία ενωτική σχέση με το σύνολο του. Γι΄αυτό, όπως προσπάθησα να δείξω στο πρώτο μου γράμμα που έγραψα κάποιο καιρό πριν όταν ζούσα στο Rijnburg, εφόσον είναι στη Φύση της Ουσίας να είναι άπειρη, συνεπάγεται πως κάθε μέρος σχετίζεται με τη Φύση κάθε σωματικής (υλικής) Ουσίας, και δεν μπορεί να είναι, ούτε να γίνει αντιληπτό χωρίς αυτήν.>>

Labels: , , ,

Full moon above the Square

Labels:

Friday 7 October 2011

Η Αθήνα σε πόλεμο: Οι εξευγενιστές. οι εξευγενιστέοι και οι ανεπίδεκτοι εξευγενισμού


Ένα άρθρο του Δημήτρη Παρσάνογλου που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 14 του περιοδικού Κοντέινερ, που παραμένει φυσικά πολύ επίκαιρο, αν και μοιάζει ''δύσκολο να γίνει κατανοητό΄΄, παρότι γραμμένο σε πολύ απλά ελληνικά.

[..για να επικαλεστούμε πάλι τον H. Lefebvre, «ο χώρος [τους] παράγεται πριν διαβαστεί και δεν παράγεται για να διαβαστεί και να γνωριστεί (να γίνει κτήμα γνώσης) αλλά για να βιωθεί από ανθρώπους που έχουν σώμα και ζωή»..]



Η συζήτηση γύρω απο την Αθήνα και δη γύρω απο το κέντρο της Αθήνας, (επαν)έρχεται στο προσκήνιο σχεδόν με όρους έκτακτης ανάγκης, αν όχι με όρους πολέμου. Εκτός από κείμενα, πανο, πλακάτ, συρματοπλέγματα, σιδηρολοστούς, ενίοτε και γιαταγάνια, στις ποικιλόμορφες μάχες της Αθήνας επιστρατεύονται και όροι-έννοιες που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο περιγράφουν καταστάσεις, προτείνουν ή ξορκίζουν λύσεις. Τέτοιοι όροι είναι π.χ., η «υποβάθμιση», η «γκετοποίηση», η «πολυχρωμία», ο «συγχρωτισμός», η «ανάπλαση», ο «εξευγενισμός» κ.ο.κ.

Τα ερωτήματα που μας ενδιαφέρουν εδώ είναι βασικά δύο:
• Ποιες δυνάμεις/δυναμικές συγκρούονται, άμεσα ή έμμεσα, στο πλαίσιο αυτού του
«πολέμου»;


• Ποιο/α είναι το/τα βασικό/α διακύβευμα/τα αυτής της σύγκρουσης;


Σε ο,τι αφορά το πρώτο ερώτημα, εν συντομία και χονδροειδώς μπορεί κανείς να διακρίνει τουλάχιστον τρεις δυνάμεις/δυναμικές που συγκρούονται και αλληλοδιαπλέκονται γύρω από το «διακύβευμα πόλη», που στην προκειμένη περίπτωση συγκεκριμενοποιείται στο κέντρο μιας (μητρό)πολης. Και μιλάμε για διακύβευμα, όχι για να επαληθεύσουμε την ομολογουμένως δραματική αποστροφή του Henri Lefebvre, ότι «η παραγωγή του χώρου δεν είναι ένα τυχαίο γεγονός, αλλά ζήτημα ζωής και θανάτου», ούτε την επιγραφή διά χειρός Zygmunt Bauman: «City Space: divided it stands». Η πόλη και μάλιστα το κέντρο της καταλαμβάνει μια από τις πρώτες θέσεις του θορυβώδους ενδιαφέροντος των ΜΜΕ, των δημοτικών αρχών και παρατάξεων, των πολιτικών φορέων, των κοινωνικών κινημάτων κοκ.

Δεν χρειάζεται εδώ να αναφερθούμε εκτενώς στο προφανές: η ομπρέλα κάτω από την οποία παρατάσσονται όλοι οι στρατοί του πολέμου έχει έντονα τα χρώματα του «εξευγενισμού» και της «ανάπλασης». Στο πλαίσιο αυτού οι δυν΄σμεις/δυναμικές που συγκρούονται θα μπορούσαν να συνοψισθούν σχηματικά στις παρακάτω:

• στις δυνάμεις της «ανάπτυξης» (real estate και κράτος σε όλες του τις βαθμίδες)
• στις δυνάμεις της «υπανάπτυξης» (διάφοροι φτωχοδιάβολοι, από μετανάστες μέχρι τζάνκια
και πόρνες) και
• στους λοιπούς ιθαγενείς, με ή χωρίς ιθαγένεια, που κυρίως συγκροτούν τις (ιδεολογικές)
στρατιές του πολέμου της Αθήνας: εντελώς σχηματικά, τους οπαδούς της «βρομιάς» (όπου χωράει γενικά ο χώρος – αριστερός, αναρχικός, αντιρατσιστικός, κοσμοπολίτικος, πεφωτισμένος, εναλλακτικός, bourgeois, bohème, bourgeois-bohème κοκ.) και τους οπαδούς της «καθαριότητας» (όπου χωράνε από νεοναζίδες μέχρι λαικο- φασίστες, απλούς λαικοδεξιούς, τους μπάτσους, ορθόλοξους ταλιμπάν, φωνασκούσες ξανθιές του Αγ. Παντελεήμονα κ.ο.κ.)

Δεν χρειάζεται να αναφερθώ στον επιχειρησιακό βραχίονα και των δύο στρατοπέδων.
Αυτό που έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και τη μεγαλύτερη σημασία ίσως είναι η ρευστότητα και η δυσκολία προβλεψιμότητας ως προς την έκβαση αυτού του πολέμου. Και ερχόμαστε έτσι στο δεύτερο ερώτημα που θέσαμε εξαρχής. Οι πολλαπλές και κατά τόπους μάχες της Αθήνας συμβαίνουν κατά βάση σε αμφισβητούμενους χώρους. Είτε πρόκειται για τόπους «ανοιχτού» (με την έννοια του διαπραγματεύσιμου) ιδιοκτησιακού καθεστώτος είτε πρόκειται για τόπους/χώρους «ανοιχτής» (πάλι με την έννοια της διαπραγματεύσιμης) χρήσης. Είτε πρόκειται δηλαδή για περιοχές όπου το ιδιοκτησιακό καθεστώς μεταβάλλεται, π.χ., παλιότερα Ψυρρή, μετά Γκάζι, σήμερα Κεραμεικός, αύριο Πλατεία Θεάτρου, μεθαύριο Κυψέλη, και –γιατί όχι;– στο μέλλον Αγ. Παντελεήμονας;), είτε πρόκειται για χώρους μετέωρους ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο, π.χ. Δημοτική Αγορά της Κυψέλης, Πάρκο Ναυαρίνου & Ζωοδόχου Πηγής, εργοστάσιο της Columbia, καταλήψεις Πάτμου & Καραβία, Σκαραμαγκά.

Ακριβώς στο χρονικό σημείο αυτής της αμφισβήτησης αναπτύσσονται τα οπλοστάσια όλων των δυνάμεων που συμμετέχουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, εκούσια ή ακούσια, συνειδητά ή ασυνείδητα, αντικειμενικά ή υποκειμενικά, είτε φέρουν εξάρτυση είτε όχι. Να το πούμε πιο απλά: ο πόλεμος (ή ορισμένες μάχες του) δεν διεξάγεται πλέον στην πράξη μόνο γύρω από το ιδιοκτησιακό καθεστώς του αστικού χώρου (δημόσιο ή ιδιωτικό), αλλά γύρω από τη δυνατότητα ή όχι συγκρότησης κοινών χώρων και από ποιους.

Ακόμα πιο απλά: ανεξάρτητα αν το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας & Κλιματικής Αλλαγής συντάσσει σχέδια και νόμους για την αναβάθμιση και την «επιστροφή των ελλήνων κατοίκων στο κέντρο» μέσα από τη σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ανεξάρτητα αν η βιομηχανία του real estate προσπαθεί και ανοίγει νέες ευκαιρίες-περιοχές επένδυσης και επέκτασης, ανεξάρτητα αν η Νομαρχία και ο Δήμος στέλνουν συνεχώς συνεργεία καθαρισμού του κέντρου από τις κοινωνικές παθογένειες που συμπυκνώνονται στο ρέπον προς παραβατικότητα τρίπτυχο «μετανάστες – ναρκομανείς – πόρνες», η Αθήνα δεν «καθαρίζει» απαραίτητα ή δεν «καθαρίζει» μόνιμα.

Λίγους μήνες μετά τη λαμπρή τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004, και τα αδέσποτα σκυλιά και οι αδέσποτοι άνθρωποι επέστρεψαν στο κέντρο της. Το εφήμερο, δηλαδή ισχύει για όλες τις πλευρές. Οποιαδήποτε νίκη, μικρή ή μεγάλη, οποιουδήποτε στρατοπέδου, δεν μπορεί παρά να είναι εφήμερη και επισφαλής. Όπως και ο πόλεμος της Αθήνας/για την Αθήνα και οι ποικίλες «απελευθερώσεις» που συντελούνται στη μικρο-κλίμακα της δεν μπορεί παρά να είναι εφήμερες ή ευεπίφορες σε μια πλειάδα απρόβλεπτων πιθανοτήτων-δυνατοτήτων. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο εντοπίζεται το συγκριτικό πλεονέκτημα εκείνων που διαθέτουν ασυγκρίτως μικρότερη δύναμη: στο ότι η αβεβαιότητα δεν αποτελεί γι’ αυτούς μεγαλόψυχη παραχώρηση μπροστά στην πιθανότητα να μην γίνουν τα πράγματα όπως προβλέπεται, αλλά αποτελεί αναγκαστική συνθήκη ζωής.

Πολύ απλά, τα πράγματα γι’ αυτούς δεν προβλέπονται (δεν είναι προβλέψιμα) ή για να επικαλεστούμε πάλι τον H. Lefebvre, «ο χώρος [τους] παράγεται πριν διαβαστεί και δεν παράγεται για να διαβαστεί και να γνωριστεί (να γίνει κτήμα γνώσης) αλλά για να βιωθεί από ανθρώπους που έχουν σώμα και ζωή».

Labels:

Tuesday 9 August 2011

Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ



Friday 24 June 2011

William Hogarth and the South Sea Company



Η παραπάνω γκραβούρα του άγγλου ζωγράφου William Hogarth , που ανήκει στο στυλ της παράδοσης της πολιτικής καρικατούρας, είναι εμπνευσμένη από τη μανία για οικονομική και πολιτική κερδοσκοπία που ξεκίνησε στην Αγγλία γύρω στο 1711 και κατέληξε εννέα χρόνια αργότερα σε γενικό οικονομικό χάος και χρεωκοπία.

Η ιστορία της κρίσης έχει ως εξής. Μια εταιρεία, η South Sea Company ήταν μια Βρεττανική μετοχική εταιρεία, που ιδρύθηκε το 1711. Της δόθηκε το μονοπώλιο του εμπορίου με τις Ισπανικές αποικίες της Λατινικής Αμερικής, σαν μέρος μιας συνθήκης που έγινε κατά την διάρκεια του ''Πολέμου της Ισπανικής Διαδοχής'', με αντάλλαγμα την ανάληψη από τη μεριά της εταιρείας, να αποπληρώσει το εθνικό χρέος της Αγγλίας που δημιουργήθηκε στον πόλεμο. Οι πλουτοπαραγωγικές πηγές των τότε άγνωστων και εξωτικών περιοχών εθεωρούντο ανεξάντλητες. Η κερδοσκοπία πάνω στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας, οδήγησε σε μια τεράστια οικονομική φούσκα το 1720, με τις μετοχές της εταιρείας να ανεβαίνουν πολύ γρήγορα από τις 100 στις 1000 λίρες κάθε μια. Πολλοί αφελείς επενδυτές χρεωκόπησαν όταν έσκασε η φούσκα και η αξία του κεφαλαίου της South Sea Company κατέρρευσε. Ακολούθησε πολιτικό σκάνδαλο, όταν έγιναν γνωστές οι απάτες μεταξύ των διευθυντών της εταιρείας και η παράλληλα συμπλέουσα διαφθορά στους υπουργούς.

Η ωμή αλληγορική δουλειά του Hogarth, απεικονίζει τον λαό να αναλώνεται σε κερδοσκοπίες κάθε είδους, σε τέτοιο βαθμό που να λησμονεί τις ''ανησυχίες'' της μεσαίας τάξης για το εμπόριο, τη βιομηχανία, τη θρησκεία,, την τιμή και την αξιοπρέπεια. Στο κέντρο μιας καρναβαλικής σκηνής, που είναι γεμάτη με βία και χάος, στέκεται ένας μύλος, ένα ''γύρω-γύρω όλοι'' μιας παιδικής χαράς, που το τρέχει η South Sea Company. Καβάλα σ΄αυτό βρίσκεται μια παράξενη ποικιλία από φιγούρες.
Ένας τρομοκρατημένος Σκωτσέζος ευγενής, ένας χαρωπός τύπος, μια στρίγγλα μάγισσα, ένας τεμπέλης λούστρος, και ένας κληρικός που χαριεντίζεται με μια πουτάνα. Στην κορυφή του τροχού της τύχης στέκεται μια κατσίκα, το σύμβολο της επιθυμίας, στο διπλανό σπίτι με τα κέρατα στην οροφή οι γυναίκες διαλέγουν άνδρες στη λοταρία, ενώ στο βάθος διακρίνεται ο σταυρός της εκκλησίας του Αγίου Παύλου.

Αριστερά, το κυβερνείο (που αναγνωρίζεται από το άγαλμα του Μαγώγ προστάτη του Σίτυ, του οικονομικού κέντρου του Λονδίνου) έχει καταληφθεί από τον διάβολο που στέκεται με ένα δρεπάνι κάτω από το ρολόι, σαν άρχοντας του χρόνου, κατακρεουργώντας την Τύχη (Fortune) και πετώντας τα κομμάτια της στις μάζες που καυγαδίζουν για να τα αρπάξουν. Ένας πορτοφολάς κλέβει ένα ''διδάσκαλο'' στο πλήθος. Στη γωνία, τρεις άλλοι ''διδάσκαλοι'' διαφορετικών δογμάτων παίζουν τον παπά, με συμπεριφορά αντίστοιχη αυτής των Ρωμαίων, που έπαιξαν στα ζάρια τον μανδύα του Ιησού. Στο προσκήνιο η ''Τιμιότητα'' θρυμματίζεται στον τροχό, ενώ παρευρίσκεται μόνο ένας απαθής κληρικός.

Κάτω από το μνημείο της ''Μεγάλης Φωτιάς του Λονδίνου'' που στη γκραβούρα το κοσμούν αλεπούδες, η ''Εντιμότητα'' μαστιγώνεται από τη ''Διαστροφή'' η οποία ετοιμάζει τη δολοφονία της, ενώ ταυτόχρονα της πέφτει η μάσκα. Βοηθός της είναι ένας πίθηκος που αφαιρεί το πουκάμισο από την ''σαν του Χριστού'' πλάτη της ''Εντιμότητας''. Στη σκιά μπροστά, το ''Εμπόριο'' μαραζώνει μόνο του πεσμένο στο έδαφος. (Το ΔΝΤ δεν έχει φανεί ακόμα, στρίβει στη γωνία του χρόνου).

Labels: , , , ,

Tuesday 14 June 2011

INSIDE THE BIENNALE DEVICE TO SUBVERT THE “ECONOMY OF THE CONTEMPORARY”

Tuesday 7 June 2011

The art of forgetting


Boris Artzybasheff: Buckminster Fuller, 1963

Η ανάγκη και το δικαίωμα να ξεχνάς στη ψηφιακή εποχή 1.


Οι νευροεπιστήμονες και οι ψυχολόγοι συζητούν συνεχώς για το τι σημαίνει να ΄΄ξεχνάς΄΄πληροφορίες αποθηκευμένες στον εγκέφαλο ως μακροπρόθεσμη μνήμη 2. Κάποιοι ισχυρίζονται πως τέτοιες πληροφορίες δεν μπορούν να σβηστούν, παρά μόνο μέσω φυσιολογικής καταστροφής των συγκεκριμένων εγκεφαλικών περιοχών. Λένε πως όταν ξεχνάμε, αυτό που χάνεται δεν είναι η ίδια η πληροφορία, αλλά ο σύνδεσμος που οδηγεί σ΄αυτή. Κάτι σαν μια ιστοσελίδα στο διαδίκτυο , που καμία άλλη δεν συνδέεται μαζί της, άρα αφού κανένας σύνδεσμος δεν αναφέρεται σ΄αυτή τη σελίδα, η πληροφορία δεν μπορεί να βρεθεί ακόμα και μετά από τεράστια έρευνα.


Ο Daniel Shacter 3, είναι σκεπτικός απέναντι σ΄αυτήν τη μηχανιστική περιγραφή του ανθρώπινου μυαλού σαν μιας γιγαντιαίας και ακριβούς μεν, αλλά παρόλαυτα ατελούς αρχειοθήκης. <<Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί λέει, να μην παγιδευτούμε σε μεταφορές του τύπου: πως οι υπολογιστές αποθηκεύουν και ανακτούν πληροφορίες και υπό το βάρος της σύγχρονης τεχνολογίας να εκλάβουμε τον ανθρώπινο εγκέφαλο σαν ένα ντετερμινιστικό βιολογικό κομπιούτερ.>> Αντιπροτείνει μια θεώρηση της μακροπρόθεσμης μνήμης, όχι σαν αμετάβλητα χαραγμένη '' πάνω σε πέτρα'' από την οποία μόνο ανακαλούμε, αλλά πως το μυαλό μας διαρκώς αναδιαμορφώνει τις μνήμες βασιζόμενο -τουλάχιστον εν μέρει- στις επιλογές και ανάγκες που έχουμε τη στιγμή που θυμόμαστε. Για τον Shacter η μνήμη είναι ζωντανή, εξελισσσόμενη κατασκευή.


Η A.J, είναι η περίπτωση μιας γυναίκας από την Καλλιφόρνια που ''πάσχει'' από θυμησία 4, δηλαδή μια σπάνια, εκπληκτική δυνατότητα ανάκλησης μνημών, που θα συμφωνούσε με τον Shacter. Μια τέτοια, σχεδόν τέλεια ικανότητα ανάκλησης της μακροπρόθεσμης μνήμης χωρίς πολύ προσπάθεια, μοιάζει αρχικά σαν ουράνιο δώρο. Κανένας λόγος να ανησυχεί κανείς πια ''για το που είναι τα κλειδιά'' ή ''που βρίσκεται παρκαρισμένο το αυτοκίνητο'' , ποια ή ποιος έχει γενέθλια και πως λένε κάποιο γνωστό σου πρόσωπο που συναντάς τυχαία. Αλλά η A.J έχει διαφορετική άποψη. Γι΄αυτήν <<το να θυμάται είναι ταυτόχρονα κάτι που την τρελλαίνει και την κάνει να νοιώθει μοναξιά.>> Η εξαιρετική μνήμη της δεν την καθιστά καθόλου πιο ευτυχή, ούτε πιο πετυχημένη στην επαγγελματική καρριέρα της. Έχει μια σχετικά νορμάλ ζωή, αλλά ξοδεύει ασυνήθιστα πολύ χρόνο βυθισμένη στο παρελθόν της αντί να ευχαριστιέται το παρόν.


Το να ξεχνάμε δεν είναι κάτι που βρίσκεται μόνο στο κέντρο της ανθρώπινης εμπειρίας, είναι επίσης σημαντικό και για τα άλλα ζωντανά πλάσματα, για την ζωή την ίδια. Στην ουσία, η δυσκολία να θυμόμαστε μπορεί να είναι αποτέλεσμα του δεύτερου νόμου της θερμοδυναμικής, ενός από τους πιο στοιχειώδεις κανόνες της φύσης. Σύμφωνα μ΄αυτόν το νόμο, στο σύμπαν -που είναι ένα θερμοδυναμικό σύστημα- η ακαταστασία, το χάος, τείνουν να αυξάνονται. Και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι΄αυτό. Φυσικά, υπάρχει η δυνατότητα μείωσης μέρους της ακαταστασίας σε ελεγχόμενα περιβάλλοντα, αλλά για να γίνει αυτό απαιτείται έξτρα προσπάθεια -ενέργεια με όρους φυσικής- που οδηγεί τελικά σε μεγαλύτερο χάος- όχι μέσα στον ελεγχόμενο χώρο αλλά απέξω -από αυτό που είχαμε πρίν. Η παραγωγή μνήμης είναι ένα είδος δημιουργίας τάξης μέσα στο μυαλό, που απαιτεί ενέργεια. Η λήθη από την άλλη, που μπορεί να είναι μια τυχαία διαδικασία, δεν απαιτεί υψηλή κατανάλωση ενέργειας. Με άλλα λόγια η φυσική μας λέει πως το να θυμόμαστε, αντίθετα από το να ξεχνάμε τυχαία, είναι πάντα δαπανηρό.


Από τις πρώτες στιγμές εμφάνισης της ανθρωπότητας, προσπαθούμε να θυμόμαστε, να κρατάμε τις γνώσεις μας, να διατηρούμε τις αναμνήσεις μας και γι΄αυτό το λόγο επινοούμε συσκευές και μηχανισμούς προκειμένου να μας βοηθήσουν. Για χιλιετίες, το να ξεχνάμε παρέμενε πιο εύκολο και πιο φτηνό από το να θυμόμαστε. Πόσο πολύ θυμόμασταν και πόσο ξεχνάγαμε άλλαζε από εποχή σε εποχή, σε σχέση με τα εργαλεία που επινοούσαμε. Αλλά στοιχειωδώς τουλάχιστον, θυμόμασταν αυτό που τέλος πάντων θεωρούσαμε αρκετά σημαντικό για να κάνουμε τον κόπο και ξεχνάγαμε τα υπόλοιπα. Μέχρι πρόσφατα, το γεγονός πως το να θυμόμαστε ήταν πάντα λίγο πιο δύσκολο απ΄ότι να ξεχνάμε, μας βοήθησε να αποφύγουμε τη βασική ερώτηση: αν θα θέλαμε να θυμόμασταν τα πάντα για πάντα, εφόσον βέβαια θα μπορούσαμε. Αυτό δεν συμβαίνει πια.


Στη ψηφιακή εποχή που ζούμε, η παλιά ισορροπία μεταξύ του να θυμάσαι και να ξεχνάς έχει διαταραχτεί σημαντικά. Η ψηφιοποίηση, ο δυαδικός κώδικας, δηλαδή η θεωρητική υποστήριξη της ψηφιακής επανάστασης, έχει σαν αποτελέσματα φτηνή αποθήκευση πληροφοριών, εύκολη ανάκτηση τους και τελευταία σχεδόν παγκόσμια δυνατότητα πρόσβασης σ΄αυτές. Σήμερα, το να ξεχνάς είναι δύσκολο και κοστίζει ενώ το να θυμάσαι φτηνό και εύκολο. Με τα ψηφιακά εργαλεία που παρέχονται, είτε ατομικά είτε σαν κοινωνίες, έχουμε αρχίσει να ξεμαθαίνουμε να ξεχνάμε, να σβήνουμε από τις καθημερινές μας πρακτικές έναν από τους πιο στοιχειώδεις μηχανισμούς της ανθρωπότητας. Ας μην ξεχνάμε πως η πληροφορία δεν συνιστά γνώση, η πληροφορία είναι απλά πληροφορία, που μπορεί να οδηγήσει ενδεχομένως σε γνώση, μέσα όμως από πολύπλοκους μηχανισμούς που εμπεριέχουν και τη δυνατότητα της λήθης.


Όπως ειπώθηκε στην αρχή, ευτυχώς ή δυστυχώς η ανθρώπινη λειτουργία του να θυμάσαι, δεν είναι μια μηχανιστική διαδικασία ανάκτησης γεγονότων από το παρελθόν, αλλά μάλλον η συνεχής ανακατασκευή του παρελθόντος βασισμένη στο παρόν. Μάλιστα μοιάζει το παρόν να παίζει μεγαλύτερο ρόλο στη διαδικασία ανάμνησης, από το ίδιο το γεγονός που έχει όντως συμβεί στο παρελθόν. Έτσι έχουμε να κάνουμε με δύο ριζικά διαφορετικές διαδικασίες που σχετίζονται με τη μνήμη και τη λήθη. Ενώ σαν βιολογικά όντα συνεχίζουμε να ξεχνάμε και να ανακατασκευάζουμε τα στοιχεία του παρελθόντος μας, κάποιοι άλλοι μπορούν χρησιμοποιώντας ψηφιακά μέσα να έχουν πρόσβαση στα αποθηκευμένα, μη ανακατασκευασμένα γεγονότα. Δηλαδή ενώ το παρελθόν που θυμόμαστε εμείς αλλάζει και εξελίσσεται, σε μια άλλη εκδοχή αυτό το παρελθόν που έχει ''ψηφιοποιηθεί'' είναι διαρκώς παγωμένο μέσα στο χρόνο. Αυτές οι δύο εκδοχές προφανώς συγκρούονται, από τη μια η παγωμένη μνήμη που έχουν οι άλλοι για μας -κάτι σαν τα αποθηκευμένα data στους servers της Google και του facebook ή οι συνομιλίες που έχουμε κάνει στα chat του Skype, που πρόσφατα αγόρασε η Microsoft- και από την άλλη η διαρκώς εξελισσόμενη μνήμη που αναδύεται μέσα στα κεφάλια μας. Είναι νομίζω προφανές πως αν αυτές οι υποθέσεις ισχύουν, τι συνέπειες θα υπάρξουν στα κοινωνικά, πολιτικά κ.τ.λ επίπεδα που συγκροτούν τις ζωές μας.


Σε μια συνέντευξη του στους New York Times πριν λίγα χρόνια, ο Eric Schmidt (Google's executive) περιέγραψε τη ψηφιακή μνήμη του μέλλοντος <<σαν το να ζεις μαζί με την μόνιμη καταγραφή του ιστορικού σου>> και πρόσθεσε πως <<οι άνθρωποι πρέπει να γίνουν πολύ πιο προσεκτικοί στο πως μιλάνε, πως συσχετίζονται και τι προβάλλουν στους άλλους από τον εαυτό τους.>> Ο υπαινιγμός είναι ξεκάθαρος: αν δεν θέλει κάποιος να εκτεθεί, δεν πρέπει να ασκεί κριτική. Αυτό φυσικά ενδυναμώνει τη διαφορά εξουσίας μεταξύ του επιτηρητή και του επιτηρώμενου, κάτι που θυμίζει το πανόπτικον του J. Bentham 5, δηλαδή το μοντέλο επιτήρησης των φυλακισμένων. Με άλλα λόγια εφόσον κανείς μας δεν ξέρει ποιος και πότε κοιτάζει τις όποιες δημοσιεύσεις μας στο web 2.0, για παράδειγμα, δεν μένει παρά να υποθέσουμε πως αυτό συμβαίνει από οποιονδήποτε και ανα πάσα στιγμή. Διακόσια χρόνια μετά τον Bentham, ο M. Foucault επέκτεινε την ιδέα του πανόπτικον ισχυριζόμενος πως δεν εφαρμόζεται πια μόνο στις φυλακές, αλλά σε όλες τις ιεραρχημένες δομές όπως στα σχολεία, στο στρατό, στους χώρους εργασίας. Αν ο Foucault ζούσε σήμερα, σίγουρα θα περιέγραφε την ψηφιακή μνήμη σαν ένα αποτελεσματικό τρόπο πανοπτικού ελέγχου, που υποστηρίζει τον έλεγχο των ιεραρχικών οργανισμών και τις κοινωνικές δομές, ενώ ταυτόχρονα αυξάνει και βαθαίνει την ήδη υπάρχουσα άνιση διανομή της εξουσίας που βασίζεται στον έλεγχο της πληροφορίας.


Σε μία από τις ιστορίες του Μπόρχες ο ήρωας Ireneo Funes 6, δεν μπορεί πια λόγω ενός ατυχήματος να ξεχάσει και παραμένει δέσμιος των αναμνήσεων του, καταλήγοντας ανίκανος να σκεφτεί. ''Το να σκέφτεσαι'' λέει ο Μπόρχες ''σημαίνει να αγνοείς (να ξεχνάς) διαφορές, να γενικεύεις, να αφαιρείς''. Μετά το ατύχημα του ο Funes είναι καταδικασμένος να βλέπει μόνο τα δέντρα και ποτέ το δάσος. Το αντίστροφο από αυτό που συμβαίνει στην ''Αναζήτηση του χαμένου χρόνου'' του Μαρσέλ Προύστ, όπου η ανθρώπινη ικανότητα ''του να ξεχνάς'' είναι η πεμπτουσία που μας επιτρέπει να υπερβούμε το μερικό και να αντιληφθούμε το γενικό.

Η ανάγκη να επαναεισάγουμε την ιδέα της λήθης στη ψηφιακή εποχή, η επινόηση ενός είδους ''art of forgetting'', είναι ένα ακόμα επιτακτικό αίτημα που αντιμετωπίζουμε. Οι πληροφορίες, και όχι μόνο αυτές που αφορούν στα άμεσα προσωπικά δεδομένα, αλλά όλες οι πληροφορίες που προκύπτουν από τις ψηφιακές μας διαδρομές στα δίκτυα, πρέπει να αποκτήσουν ημερομηνία λήξης. Αλλιώς, σύντομα δεν θα μιλάμε μόνο για ένα χωρικό πανόπτικον αλλά και για χρονικό, ένα πλέγμα φτιαγμένο από όλες τις λέξεις και τις πράξεις μας, που θα συνθλίβει κάθε θέληση μας να πούμε αυτό που εννοούμε, αποτρέποντας μας από κάθε ουσιαστική εμπλοκή στην κοινωνία.



1. Το παρακάτω άρθρο βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο βιβλίο Delete, του Viktor Mayer - Schönberger, καθηγητή στο τμήμα Internet Governance and Regulation, στο Oxford Internet Institute.

2. Η ικανότητα ενός ατόμου να συγκρατεί πληροφορίες για ένα χρονικό διάστημα, που κυμαίνεται από λεπτά ή ώρες, μέχρι μήνες ή χρόνια.

3. Daniel Schacter, αμερικανός καθηγητής ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ http://en.wikipedia.org/wiki/Daniel_Schacter

4. http://en.wikipedia.org/wiki/Hyperthymesia

5. Jeremy Bentham, άγγλος νομικός και φιλόσοφος του 18ου αιώνα, http://en.wikipedia.org/wiki/Jeremy_Bentham

6. ''Funes el memorioso'' , διήγημα του Jorge Luis Borges. http://en.wikipedia.org/wiki/Funes_the_Memorious



Labels: , , ,

Wednesday 11 May 2011

Δικτυωμένες εξεγέρσεις_Networked revolts

Thursday 5 May 2011



Networked revolts


Saturday, 7 May 2011
18:00-21:00

Benaki Museum
138 Pireos street

The continuing uprisings spreading across North Africa and the Middle East have been inherently associated with the increasing entanglement of social media, or digital networks in general, with everyday life. The multiple uses of technologies –cell phones, Facebook, twitter, the Internet– by local participants and by global supporters and observers and the counter-measures of blocking access and shutting down communication channels by the toppled or still surviving governments have gained global attention.

The aim of the event is to address questions on the forms, the organisational structures of the revolts and new political possibilities that they have opened up.

Presentations:

- Lina Ben Mhenni Tunisia http://atunisiangirl.blogspot.com/ Awarded the Best Blog by Deutsche Welle

- Tarek Amr Egypt http://twitter.com/#!/gr33ndata

-M.Malek Khadhraoui Tunisia http://nawaat.org/portai

- Akis Gavriilidis Greece

Live streaming of the event at the web site of Konteiner magazine.

Organisation:
Konteiner magazine http://www.konteiner.gr/
and Re-public http://www.re-public.gr/en/?p=4218





Labels: , , , , , ,

Monday 2 May 2011

Κράτη και επαναστάσεις στη Δύση και στην Ανατολή



Ένα απόσπασμα από το βιβλίο A Thousand Plateaux, των Gilles Deleuze και Felix Guattari. Συγκεκριμένα σε απόσπασμα από το κεφάλαιο με τίτλο <<1227 – Πραγματεία περί νομαδολογίας: η πολεμική μηχανή>>, μπορεί κανείς να δει πως οι συγγραφείς στην ανάλυση τους για τις μορφές του κράτους όπως διαμορφώνονται σαν διαφορά σε Ανατολή και Δύση, προέβλεψαν με ένα τρόπο τα σημερινά τεκταινόμενα στο Αραβικό τόξο. Η έμφαση εδώ δίνεται στους τρόπους, που το έδαφος, οι συνιστώσες που το συνθέτουν, και διαμορφώνουν την εντός του κίνηση επιζητώντας τον ελέγχο του, δομούν τελικά τις μορφές της κρατικής εξουσίας και τις ικανότητες ανασύνθεσης της ή όχι. Η νομαδολογία, δηλαδή η θεώρηση της κίνησης που παίρνει η επιθυμία, είναι το κλειδί των μεταμορφώσεων ή της στατικότητας των κρατικών δομών. Είτε αυτά αφορούν τις εξελικτικές μορφές που χαρακτηρίζουν τις εμφανίσεις του κράτους στη Δύση (και στις πολεμικές μηχανές της), είτε αφορά στις διαδοχικές μορφές δεσποτισμού που ιστορικά βλέπουμε να διαδέχονται η μία την άλλη στο Ισλαμικό τόξο είτει στον τρόπο που εννοεί -π.χ ο δεσποτισμός του Καντάφι- τη χρήση του εδάφους και τον πολεμικό εξοπλισμό των φυλών που <<απαρτίζουν το κράτος του>>.

Διαβάστε το απόσπασμα εδώ

Labels: , , , , ,

Sunday 1 May 2011

Δικτυωμένες Εξεγέρσεις


Οι συνεχιζόμενες εξεγέρσεις που εξαπλώνονται στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή συνδέονται άμεσα με την αυξανόμενη εμπλοκή των κοινωνικών μίντια, ή γενικότερα των ψηφιακών δικτύων, στην καθημερινή ζωή. Οι πολλαπλές χρήσεις των τεχνολογιών- κινητά τηλέφωνα, Facebook, Twitter και Ίντερνετ- από τοπικούς συμμετέχοντες και παγκόσμιους υποστηρικτές και παρατηρητές, όπως και τα αντίμετρα με την απαγόρευση πρόσβασης και το κλείσιμο των διαύλων επικοινωνίας από τις κυβερνήσεις που ανατράπηκαν ή που επιζούν ακόμη, βρίσκονται στο επίκεντρο της προσοχής σε παγκόσμιο επίπεδο

Στόχος της εκδήλωσης είναι να συνεχίσει τη συζήτηση για τις μορφές, τις οργανωτικές δομές των εξεγέρσεων και τις νέες πολιτικές δυνατότητες που ανοίγουν.


Ομιλίες:
- Lina Ben Mhenni, Τυνησία (http://atunisiangirl.blogspot.com/)
- Tarek Amr, Αίγυπτος (http://twitter.com/#!/gr33ndata)
- M.Malek Khadhraoui, Τυνησία (http://nawaat.org/portail)
- Άκης Γαβριηλίδης


Τοποθεσία:
Μουσείο Μπενάκη
Πειραιώς 138
Αθήνα

Σάββατο, 7 Μάιος · 6:00 μ.μ. - 9:00 μ.μ.

Διοργάνωση: περιοδικά Κοντέινερ και Re-public

Labels: , , , ,

Monday 21 March 2011

Persuasive Technologies


''Η πληροφορία είναι φτιαγμένη από το ίδιο υλικό που είναι και τα όνειρα. Παρόλαυτα, μπορεί να μεταδοθεί, να καταγραφεί, να αναλυθεί και να μετρηθεί'', έλεγε το 1963 ο Karl Deutsch στο βιβλίο του The Nerves of Govermment. Γνωστό είναι επίσης πως η πληροφορία δεν είναι γνώση ούτε και επίγνωση. Αλλά τις παράγει, ειδικά τη δεύτερη. Παλιότερα, δηλαδή περίπου τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, η κατάσταση παραγωγής της επίγνωσης για τις μάζες (το σημερινό πλήθος) ήταν μια μάλλον χύμα κατάσταση, που είχε ανατεθεί κυρίως στους ''επιφανείς πολιτικούς άνδρες'' στους ''πνευματικούς ταγούς'' και στις ''διασημότητες'' κάθε είδους. Από τις αρχές περίπου των 70'ς, μέσα από διάφορους συνδυασμούς των προηγούμενων τύπων διαμορφωτών της κοινής γνώμης, προέκυψαν οι ''opinion leaders''.


Ο στόχος όμως ήταν πάντα η επεξεργασία των πληροφοριών και η κατασκευή της επίγνωσης να γίνεται από τα ίδια τα υποκείμενα, αυθόρμητα και εθελοντικά, για την μεγιστοποίηση του βαθμού ελέγχου και ακρίβειας και -γιατί όχι- την δραστική μείωση του κόστους της όλης διαδικασίας. Στις μέρες μας πια, αυτό έχει σχεδόν επιτευχθεί. Όπως και νάναι, στις εξελιγμένες ''αρχιτεκτονικές συμμετοχής'' των πλατφορμών δικτύωσης του web 2.0, οι ''διαμορφωτές επίγνωσης'' δεν είναι μόνο τα μυαλά των ίδιων των χρηστών αλλά και λογισμικά, π.χ. bots, που κατεβαίνουν αόρατα στις οθόνες -και από εκεί στα κεφάλια μας για να καθορίσουν το τι και το πως της παραγωγής του καθημερινού ''γνωρίζω ή αγνοώ τι συμβαίνει στον κόσμο''.


Στο παρακάτω κείμενο, ο Konrad Becker, σε ένα απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο του Strategic Reality Dictionary, διαπραγματεύεται την κατασκευή της συνειδησιακής συναίνεσης και τις τεχνολογίες της επίγνωσης. Ο K. Becker είναι διεπιστημονικός ερευνητής σε θέματα επικοινωνίας με δράσεις στα ηλεκτρονικά μέσα σαν συγγραφέας, καλλιτέχνης και συνθέτης, καθώς και σαν επιμελητής, παραγωγός και οργανωτής.

Είναι διευθυντής και συνιδρυτής του Institute for New Culture Technologies/t0, και του World-Information Institute, επίσης ιδρυτής της “Global Security Alliance,” ενός πολιτιστικού οργανισμού για την ειρήνη.
http://www.t0.or.at/ http://global-security-alliance.com/ http://world-information.org/
Έχει γράψει τα βιβλία: "Critical Strategies in Art and Media" (Autonomedia) , "Deep Search -The politics of search beyond Google".

Τό άρθρο του K. Becker έγινε σε μετάφραση και επιμέλεια της Ξένιας Κολιοφώτη.


Τεχνολογίες Πειθούς



Η δύναμη της υπόδειξης λειτουργεί πιο αποτελεσματικά όταν κάνει το υποκείμενο να πιστέψει πως οι ιδέες και οι επιθυμίες με τις οποίες ταυτίζεται πηγάζουν από τον ίδιο. “Το πιο ισχυρό όπλο του καταπιεστή είναι το μυαλό το καταπιεσμένου”, λέει ο Steve Biko για την πολιτική της συνείδησης στο βιβλίο του “I write what I like”. Ο ήπιος δεσποτισμός του ιδεολογικού πολέμου καλλιεργεί κι εκμεταλλεύεται την ανορθολογικότητα της μάζας. Τα θύματα οδηγούνται από την ίδια τους την επιθυμία σε μια παγίδα, μια κατάσταση στην οποία η ελευθερία περιορίζεται αμετάκλητα. “Ποιος μετακίνησε το τυρί;”. Όταν το τυρί μετακινείται αθόρυβα, μπορείς να στοιχηματίσεις ότι πρόκειται για παγίδα. Η επιρροή λειτουργεί καλύτερα όταν το θύμα αγνοεί τη χειραγώγηση. Η τελική εσωτερίκευση κανόνων είναι ο στόχος κατασκευής συναίνεσης μέσω της δημιουργίας των αναγκαίων μύθων και ψευδαισθήσεων. Το μάρκετινγκ της αντίληψης διαχειρίζεται την προσοχή του κοινού προσελκύοντας τα μίντια: χρησιμοποιεί απλοϊκούς τίτλους, σύμβολα και χαρακτηριστικές φράσεις ή σλόγκαν.


Η στρατηγική επικοινωνία πρέπει να έχει προσεκτικό timing και να είναι ενημερωμένη από τις υπηρεσίες πληροφοριών για γεγονότα και την τάση της κοινής γνώμης. Μολονότι η επικοινωνία μπορεί να κατευθύνεται διαμέσου έγκριτων προσωπικοτήτων, η αξιοπιστία τους και μόνο καθορίζει την αποτελεσματικότητα του όλου εγχειρήματος. Όταν οι επίσημες πηγές πληροφόρησης είναι λιγότερο αξιόπιστες ή έχουν ανεπιθύμητες επιπτώσεις, υπάρχει πάντα η κίτρινη παραπληροφόρηση. Οι συνέπειες των πράξεων είναι αναγκαίο να λαμβάνονται προσεκτικά υπόψη και -προς αντιμετώπιση των αντιδράσεων- μια παρεκλλιτική μορφή δράσης ή αντιπερισπασμού πρέπει να είναι διαθέσιμη ώστε να αποσβέσει τον αντίκτυπο του αισθήματος ματαίωσης. Ο παραδοσιακός πειθαρχικός προγραμματισμός είναι μακροπρόθεσμος και ασυνεχής. Οι σύγχρονες κοινωνίες καταναλωτικού ελέγχου βασίζονται σε συνεχείς, μικροπρόθεσμους, ταχείς κύκλους χωρίς όριο.


Αόρατες φυλακές εγείρουν επιθυμίες και προκαλούν τον (υπερ)κορεσμό τους μέσω της φετιχιστικής καταναλωτικής δημοκρατίας. Με τον κοινωνικό έλεγχο των πρωτογενών παρορμήσεων, τα μονοδιάστατα ανθρωποειδή σύμμορφα με τον υποτακτικό καταναλωτισμό και την οικονομική παραγωγικότητα, κερδίζουν σταθερότητα. Αντί για καταπίεση της επιθυμίας, η διαμόρφωση ταυτοτήτων για κοινωνίες σταθερότητας αντλεί στρατηγικές δημιουργίας και σχεδιασμού προϊόντων που ανταποκρίνονται στις ενδόμυχες επιθυμίες. Η έρευνα γύρω από τα κίνητρα, που διεξάγεται στις κορπορατικές συνεδρίες των ειδικών, ακολουθεί το πρότυπο των ομαδικών ψυχαναλύσεων και των μεθόδων εκτίμησης της προσωπικότητας. Η κατάτμηση του μάρκετινγκ του lifestyle σε προσδιορίσιμες κατηγορίες προσωπικών αξιών, επιτρέπει ψυχογραφική στοχοποίηση πέρα από εισοδηματικά και χωροτακτικά δημογραφικά δεδομένα.
Ενώ η ασφάλεια και η αίσθηση του «ανήκειν» αποτελούν πρωταρχική ψυχολογική ανάγκη για τη μέση οικονομική ομάδα, για τα πιο φιλόδοξα μέλη της κοινωνίας αυτό που μετράει είναι το κύρος και η εκτίμηση των άλλων, ενώ για την κατηγορία των υπέρμετρα φιλόδοξων ο έλεγχος.

Για ένα ποσοστό αναμορφωτικά-προσανατολισμένων πληθυσμών, η αυτοεκτίμηση βρίσκεται στο προσκήνιο. Δεν υπάρχει κοινωνία αλλά προσωπική ικανοποίηση, αυτοπραγμάτωση διαμέσου καταναλωτικών προϊόντων που επιτρέπουν την αυτο-έκφραση. Αποτραβηγμένο το υποκείμενο από κοινωνικές έγνοιες, το δέλεαρ σ’έναν ατομικό lifestyle απομόνωσης διαφημίζει τον καπιταλισμό ως σοσιαλισμό του εαυτού. Για να εισχωρήσει στο μυαλό των ψηφοφόρων [αυτός που μετακίνησε το τυρί] μετατρέπει την πολιτική σε μια καταναλωτική επιχείρηση που αποκρίνεται σε αγορά ψήφων. Όταν τα συστήματα αποτυγχάνουν να κυριαρχήσουν στα άτομα μέσω της πειθούς, παίρνουν τον έλεγχο μέσα από μοιραία τελετουργικά. Οι τεχνολογίες του μυαλού μετασχηματίζονται σε μηχανές θανάτου.

Labels: ,